Κωνσταντίνος Ζάχος

Ἂν θελήσει κάποιος να συμμετάσχει στη σύγχρονη συζήτηση περί ψυχῆς, ἢ περί τῆς σχέσης νοῦ και σώματος θα πρέπει να λάβει ὑπόψη του τη βασική προϋπόθεση τῆς σύγχρονης ἒρευνας: οἱ θεωρίες εἶναι εὐπρόσδεκτες στο βαθμό που περικλείουν καί τίς δυνατότητες ἐμπειρικῆς τους πιστοποίησης. Οἱ θεωρούμενες ἀπό κάποιους ὡς ἀναντίρρητες ἐκδηλώσεις τῆς ψυχῆς, ἂν δεν ἐκπληρώνουν το παραπάνω ζητούμενο, μποροῦν να παρουσιαστοῦν, ἂν και με ἐπιφυλακτικότητα, σε ἐκεῖνα τα σημεῖα τῆς σύγχρονης ἑρμηνευτικῆς τοῦ ἀνθρώπου ὃπου παρουσιάζονται ἀποδεκτά ἀπ’ ὃλους χάσματα ἢ ἀντιφάσεις. Βέβαια για τις ἐνέργειες τῆς ψυχῆς δεν μποροῦμε να μιλᾶμε μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο. Ἐνδέχεται, για παράδειγμα, να μιλήσουμε πολύ διαφορετικά στά πλαίσια μιᾶς παράδοσης ἢ μιᾶς κοινότητας ὃπου ὃλοι ξεκινᾶνε ἀπό μιά κοινή βάση, γιά τήν ἐγγυρότητα τῆς ὁποίας ἒχουν πεισθεῖ μέσα ἀπό ἂλλου εἲδους ἐμπειρίες.

Οἱ σύγχρονες ἒρευνες για τη σκέψη, τη συνείδηση, τη διαίσθηση, την προσοχή, την ἐλευθερία και τά συναισθήματα προϋποθέτουν την ὑπολογιστική μεθοδολογία. Οι μηχανιστικές προσεγγίσεις τοῦ ἐπιστητοῦ μαρτυρούν γενικότερα γιά μιά στάση ἀπέναντι στον κόσμο, που ἒχει προγραμματικά ἐπιλεγεῖ και ἑδραιωθεῖ μετά ἀπό πολλούς ἐλιγμούς, τροποποιήσεις, ἐνστάσεις καί διασαφήσεις. Στό «γεωμετρικό» πνεῦμα πού ἐπικράτησε στό χῶρο τῆς ἐπιστήμης οἱ ἀλληλουχίες τῶν συμβάντων ἀναπτύσσονται αἰτιοκρατικά μέσα στό χρόνο. Οἱ ἀλληλεπιδράσεις εἶναι τοπικοῦ χαρακτήρα κι αὐτό με την ἒννοια ὃτι ἡ κάθε διαμόρφωση παράγεται εξολοκλήρου από την προηγούμενη, με τη δράση σαφῶν δυνάμεων και νόμων, αὐτῶν που ἢδη ἒχει ἀναγνωρίσει στις ἒρευνες της ἡ φυσική ἐπιστήμη. Ἀποκλείεται κάθε δυνατότητα ἐπιρροῆς ἑνός συμβάντος που πρόκειται να συμβεῖ ἢ μιᾶς ὁλότητας που δεν ἒχει ἀκόμη ἀπαρτισθεῖ. Εἶναι φανερό ὃτι με αὐτό τόν τρόπο δίνεται ὀντολογική προτεραιότητα στο στοιχειῶδες ἒναντι του σύνθετου ἢ τῆς ὁλότητας. Σε ἓνα τέτοιο πλαίσιο εἶναι σαφές γιατί η ἒρευνα στοχεύει στην εύρεση των στοιχειωδών σωματιδίων ή οντοτήτων στη φυσική, των ατομικών προτάσεων στη γλωσσολογία, των λειτουργικών και ανατομικών μονάδων στη βιολογία, των στοιχειωδών νοητικών αναπαραστάσεων και υπομηχανισμών ή υποσυστημάτων στις νοητικές λειτουργίες του εγκεφάλου, των στοιχειωδών χαρακτηριστικών των μορφών στην οπτική αντίληψη κλπ. Σε μια πιο ἐπεξεργασμένη μορφή αὐτή ἡ θέση σημαίνει ὃτι ὃλα ὃσα γνωρίζουμε, ἀλλά και οἱ ἱκανότητες και οἱ διαθέσεις μποροῦν να ἀπεικονισθοῦν καταρχάς, και να ἑρμηνευθοῦν οἱ μεταξύ τους διεργασίες ἀπό ἓνα σύστημα συμβόλων, κανόνων και μαθηματικῶν σχέσεων που περιγράφονται ἀπό μαθηματικές συναρτήσεις[1].
Για το ἐνδεχόμενο τῆς ὓπαρξης νοητικῶν ἐνεργειῶν μποροῦμε να συζητήσουμε στα ἐξῆς θέματα.


1. Το δίλημμα ἐλευθερία ἢ αἰτιοκρατία.
Ὃπως ἒγινε σαφές μέσα ἀπό διάφορες διαδρομές, ὃταν προσπαθοῦμε να ἀνάγουμε τις δραστηριότητες και τις ἐμπειρίες τοῦ ἀνθρώπου σε καθαρά ὑλικές αἰτιοκρατικές ἂλληλουχίες, ἀκολουθεῖ ὡς συνέπεια τό ὃτι κάθε μελλοντική δράση εἶναι δέσμια τοῦ παρελθόντος. Αὐτό σημαίνει ὃτι εἶναι προβλέψιμη ἀπό τα δεδομένα τοῦ παρελθόντος, ἐνῶ ἒννοιες ὃπως ἐλευθερία, δημιουργικότητα, ὑπευθυνότητα και ἐνοχή τίθενται ὑπό ἐρώτηση. Πρόκειται ὃμως για ἒννοιες οἱ ὁποῖες ἀποδίδουν πραγματικότητες θεμελιώδεις ὂχι μόνο στην καθημερινή ἐμπειρία και τή «λαϊκή» ψυχολογία ἀλλά και στίς σύγχρονες θεωρίες τῆς δικαιοσύνης, στην τέχνη, στη θρησκεία και στην ἐμπειρία τῆς ψυχανάλυσης. Σε ὃλους αὐτούς τους χώρους θεωρεῖται αὐτονόητο ὃτι κανείς δέν κρίνεται γιά κάτι πού ἐκ τῶν πραγμάτων δέν μποροῦσε νά κάνει ἢ να ἀποφύγει. Βέβαια ἡ ἒκταση τοῦ πεδίου ἐλεύθερης δράσης κάποιου δεν εἶναι ποτέ σαφής, ὑπάρχει ὃμως. Κάθε κρίση τοῦ ἂλλου και κάθε θεραπευτικός ἢ παιδευτικός διάλογος προϋποθέτει ὃτι ὁ ἂλλος μπορεῖ να ἐπιλέξει. Για να ὑπάρχει ἐλευθερία και ἑπομένως ὑπευθυνότητα, ἒστω και με την μορφή τῆς συγκατάθεσης στα προτεινόμενα ἀπό μη συνειδητές διεργασίες, θα πρέπει μέσα στις ἀλληλεπιδράσεις νοητοῦ- νευρολογικοῦ να ὑπεισέρχεται κάποια ἀρχή νοητικῆς φύσης ἡ δράση τῆς ὁποίας δέν μπορεῖ νά ἀναχθεῖ στο νευρολογικό. Ἡ ἑρμηνεία τῆς ἒννοιας τῆς ἐλευθερίας μέσα ἀπό την ἐξελικτική θεώρηση παρουσιάζεται ἐν προκειμένω ἐξαιρετικά ἀδύναμη. Ἂν μποροῦσαν να ἒχουν κάποια ἰσχύ οἱ προασαρμοστικές τάσεις πού προτείνει ἡ θεωρία τῆς ἐξέλιξης ὁ ἠθικός νόμος δέν θά λειτουργοῦσε ὡς ἐσωτερική προσταγή πού προϋποθέτει τήν ἐλεύθερη συναίνεση, ἀλλά θά ἀποτελοῦσε ἕνα μή συζητήσιμο δεδομένο. Ἡ ἡθική τοῦ ἀνθρώπου θά ἦταν καθαρά περιγραφική καί ὄχι κανονιστική. Ἄν ὅμως κάτι ἔχει ἐπιλεγεῖ ὡς ἀποτελεσματικό χαρακτηριστικό καί παρέμεινε στή δοκιμασία τοῦ χρόνου ἀκριβῶς ὡς προσαρμοστικό πλεονέκτημα, γιατί νά ἐπιβιώνει καί ἡ δυνατότητα ἀμφισβήτησής του ἥ καλύτερα ὅλη ἡ διαβάθμιση ἀποδοχῆς ἤ ἄρνησής του; Γιατί ἄραγε στό ἴδιο ἄτομο νά παραμένουν ἀνοικτές ἀντίθετες δυνατότητες; ἐπιχειροῦνται βέβαια ἀπαντήσεις ἀλλά τα ἐρωτήματα, πρός τό παρόν τουλάχιστον, παραμένουν πιό ἰσχυρά.
Στα γνωστά πειράματα τοῦ Libet, στα ὁποῖα ζητήθηκε ἀπό κάποια ἂτομα να κινήσουν κάποια στιγμή, ὃποτε θελήσουν, το δάχτυλο τους, διαπιστώθηκε δρστηριότητα στον ἐγκέφαλο ἀρκετά νωρίτερα ἀπό τη συνειδητοποίηση τῆς ἀπόφασης για δράση. Πρόκειται γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ λεγομένου δυναμικοῦ ἑτοιμότητας πού μπορεῖ νά καταγραφεῖ μέ ἠλεκτρόδια στό κρανίο καί ἀφορᾶ πιθανῶς τήν ἑτοιμότητα τοῦ προκινητηρίου φλοιϊκοῦ πεδίου2. Δηλαδή, κάτι «ἀποφασίστηκε», πρίν τα ἂτομα συνειδητά το «ἀποφασίσουν». Ἂν δεχθοῦμε ὅτι προηγεῖται τῆς συνειδητῆς θέλησης μία «ἀπόφαση» ὑλικῆς αἰτιολόγησης που ἐνεργοποίησε τούς κατάλληλους νευρῶνες τότε θα πρέπει να ἐξηγήσουμε τό ποιός μηχανισμός ἀξιολόγησε και ἀποφάσισε για δράση τη συγκεκριμένη στιγμή με το συγκεκριμένο στόχο και σε πλήρη ἀντιστοίχηση μέ τήν ψυχολογική καί περιβαλλοντική συνάφεια. Με αὐτο ὃμως τον τρόπο δέν ἑρμηνεύουμε τό γεγονός ἀλλά ἁπλῶς μετατοπίζουμε τό ἐρώτημα γιά τό «ποιός» πῆρε αὐτή τήν ἀπόφαση. Κι αὐτό γιατί εἶναι δεδομένο ὃτι τά μέρη τοῦ ἐγκεφάλου, δέν γνωρίζουν, δέν ἒχουν πεποιθήσεις, σκέψεις ἢ ὑποθέσεις. Εἶναι γνωστό ὃτι ὃσο ψηλά κι ἂν βρίσκεται ἓνας νευρώνας στην ἱεραρχία, δεν περικλείει περισσότερη πληροφορία καθεαυτός και ἐκφορτίζεται το ἰδιο ἁπλά ὃπως και οἱ ἂλλοι. Ἡ «ἀξία» του ἐξαρτᾶται ἀπό τη θέση που στην ὁποία βρίσκεται στον ἐγκέφαλο, δηλαδή ἀπό τον τρόπο με τον ὁποῖο συνδέεται με τους ἂλλους νευρῶνες. Θα μποροῦσε κάποιος να πεῖ ὃτι ὑπάρχει ἐν δράσει κάποια συνάρτηση ἀξιολόγησης ἢ ἐκτίμησης ἡ ὁποία ἐπιλέγει ἀνάμεσα σε διάφορα ἐσωτερικά μοντέλα πιθανῶν δράσεων. Αὐτή ὃμως ἡ συνάρτηση θα πρέπει να ἒχει νοητικές ἰδιότητες. Κι αὐτό γιατί ἐνῶ ἒχει τυπική μορφή θα πρέπει ταυτόχρονα να ἐκτιμᾶ την ἀξία τοῦ κάθε μοντέλου. Πράγμα πού σημαίνει ὃτι θά πρέπει να ἀξιολογεῖ τους στόχους πού θέτει, να ἀναγνωρίζει την κρισιμότητα τοῦ κάθε βήματος, τις ἐντάσεις που εἰσάγουν οἱ πιθανές συνέπειες και ὁ περιορισμένος χρόνος, τις ἀλλαγές που προκαλοῦνται με κάθε κίνηση, το πόσο εἶναι ἐφικτοί οἱ ἐπιμέρους στόχοι, κατά πόσο συμβάλλουν στον κεντρικό στόχο κλπ. Τα ἐσωτερικά μοντέλα ἐπειδή εἶναι σημασιολογικά συγκροτημένα ἀπαιτοῦν κάτι που κατανοεῖ τις σημασίες. Ἂν ὑποθέσουμε ὃτι ἡ ἐπιλογή εἶναι ἀποτέλεσμα ἐφαρμογῆς κάποιων λογικῶν κανόνων σε ἐσωτερικές ἀναπαραστάσεις, που ἀντιστοιχοῦν σε νευρολογικές διαμορφώσεις, (ἀνατομικές, λειτουργικές και ἂλλες «συμμαχίες» τῶν νευρώνων) προκύπτει το πρόβλημα τῆς ἐπ’ ἂπειρον ἀναδρομῆς. Ἐπειδή οἱ κανόνες πού θά καθορίσουν τίς λογικές συνδέσεις καί τίς διαδοχές τῶν στοιχείων, δέ δροῦν πάντα, θά πρέπει νά ὑπάρχουν ἄλλοι κανόνες, οἱ ὁποῖοι θά «ἀποφασίζουν» τό πότε τῆς δράσης. Καί ἡ δράση ὅμως τῶν νέων κανόνων θά πρέπει νά καθορίζεται ἀπό ἄλλους κλπ. Γιά νά ἀποφύγουμε αὐτή τήν ἄπειρη ἀναδρομή, θά πρέπει νά ὑπάρχει ἕνα σημεῖο στό ὁποῖο θά ἀποφασίζεται ἡ δράση κάποιων κανόνων χωρίς νά προαπαιτεῖται ἡ δράση ἄλλων κανόνων. Σ’ αὐτό τό μή περαιτέρω ἀναλύσιμο σημεῖο θά πρέπει οὐσιαστικά νά ἐνεργεῖ το νοερό.

2. Ἡ συνείδηση
Ἡ συνείδηση παρουσιάζει ἢδη δυσκολίες ἀπό τον ὁρισμό της κι αὐτο γιατί ὁ καλύτερος τρόπος να την ὁρίσουμε εἶναι να εἰσάγουμε ἂμμεσα ἢ ἒμμεσα την ἲδια την ἒννοια τῆς συνείδησης. Ἐντελῶς περιγραφικά μποροῦμε να ποῦμε ὃτι ἀποτελεῖ μια ἰδιωτική ἐμπειρία για το πῶς ἒχουν τα πράγματα που ἀντιλαμβανόμαστε ἢ αἰσθανόμαστε. Το δύσκολο πρόβλημα βρίσκεται στο ὃτι ἐνῶ ἒχουμε να ποῦμε κάτι για τη διακίνηση τῆς πληροφορίας στον ἐγκέφαλο (παρόλο που κι ἐδῶ ὑπάρχουν ἐρωτηματικά), που ἀφορᾶ κωδικοποιημένες ἀλλαγές στις ὑλικές διαμορφώσεις στο χῶρο, ἢ γιά το ποιές περιοχές πρέπει να εἶναι ὁπωσδήποτε ἐνεργοποιημένες προκειμένου να ἒχουμε συνείδηση, δεν ἒχουμε τίποτε να ποῦμε για το πῶς παράγεται ἡ συνειδητή ἐμπειρία ἀπό τον ἐγκέφαλο.
Στον ἂνθρωπο ἡ συνείδηση συνυπάρχει με την αἲσθηση τοῦ ἑαυτοῦ. Ἐπιπλέον, κάποιος ἒχει τη δυνατότητα ἐνῶ σκέπτεται ἤ προσέχει κάτι να ἒχει ταυτόχρονα ἐπίγνωση αὐτῆς του τῆς δραστηριότητας. Ὑπάρχει δηλαδή ἡ δυνατότητα να ἀνέρχεται σε ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο συνείδησης ἀπ’ ὅπου οἱ ἐνέργειες τῶν χαμηλοτέρων ἐπιπέδων γίνονται ἀντικείμενα ἐποπτείας καί κρίσης. Με τη συνείδηση παρέχεται ἡ δυνατότητα σχολιασμοῦ τῆς πραγματικότητας και ἡ προσέγγιση της ὂχι ὡς τόπος γεγονότων ἀλλά ὡς τόπος σημείων. Η πιο βασική και διαπεραστική αίσθηση που χαρακτηρίζει τη συνείδηση είναι η διάκριση σε σωστό και λάθος και η έννοια της αξιολόγησης, το ὃτι δηλαδή ένα πράγμα ἀξίζει περισσότερο ἀπό κάποιο ἂλλο. Τό ἐρώτημα πού παραμένει εἶναι: τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει ἕνας σχηματισμός νευρωνικῶν πυροδοτήσεων μέ τό ἀντικείμενο πού σκέφτηκα ἤ μέ τό ὅτι νοιώθω κάτι γι’ αὐτό; Ἐπειδή ἡ πολλαπλότητα καθίσταται ἀντιληπτή μέσω τῆς συνείδησης, θά ἦταν παράξενο ἄν ἡ ἴδια ἡ συνείδηση ἀναδυόταν μέσα ἀπό τήν πολλαπλότητα ἤ ἄν βρισκόταν στό ἴδιο ἐπίπεδο μέ αὐτή. Ἐπιπλέον, ἡ δράση τῆς συνείδησης συνοδεύεται ἀπό τη συνδρομή τῆς προσοχῆς, ἡ ὁποία πρός το παρόν ἀποτελεῖ νοητικό παράγοντα που δεν μπορεῖ να ἀναχθεῖ σε συσχετισμούς νευρωνικῶν πυροδοτήσεων. Ἂν ἀπορρίψουμε το ἐνδεχόμενο ὃτι τον «προβολέα» τῆς προσοχῆς τον στρέφει «κάποιος» ἐπιστρέφουμε στη δυσκολία που παρουσιάζουν ὃλες οἱ συναρτήσεις ἀξιολόγησης με ἐπιπλέον ζητούμενο ἡ συνάρτηση να εἶναι τῆς μορφῆς ὁ νικητής τα παίρνει ὃλα3.
Κάθε ἀπόπειρα ἀναγωγῆς τῶν νοητικῶν ἐνεργειῶν στις διεργασίες τῆς ὑλικῆς βάσης τοῦ ἐγκεφάλου θά πρέπει να συνοδεύεται ἀπό τη συγκεκριμένη ἀντιστοίχηση τῶν ὅρων τῆς θεωρίας πού περιγράφει τή μία πραγματικότητα στούς ὄρους τῆς ἄλλης μέσω κάποιων ἀρχῶν (bridge principles). Οἱ ἀρχές ἤ θά πρέπει νά ἀποτελοῦν ἐμπειρικούς νόμους ἤ νά ὁρίζονται θεωρητικά. Τέτοιοι νόμοι δέν φαίνεται νά ὑπάρχουν, καθώς οἱ ἀρχές λογικότητας, ἀξιολόγησης καί συνοχῆς, πού παρατηροῦνται σέ νοητικό ἐπίπεδο, δέν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο σέ ἐπίπεδο νευρώνων. Ἐπιπλέον, ἡ νοητική αἰτιότητα φαίνεται ὅτι, σέ κάποιο βαθμό τουλάχιστον, ἐλέγχεται καί κατευθύνεται ἀπό τό ὑποκείμενο, ἐνῶ δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε κάτι ἀντίστοιχο σέ ἕνα φυσικό σύστημα[4].

3. Ἀναφορικότητα
Ἡ ἀναφορικότητα ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό ὅλων τῶν νοητικῶν φαινομένων. Οἱ σκέψεις, οἱ εἰκόνες, οἱ κρίσεις καί τά συναισθήματα ἀποκτοῦν λόγο ὑπάρξεως ἀκριβῶς λόγω τῆς ἀναφορᾶς τους σέ κάτι ἄλλο πέραν αὐτῶν. Μέ τόν ὅρο ἀναφορά μπορεῖ νά δηλώνεται ἡ σχέση τῆς ἀναπαράστασης μέ τό ἀναπαριστώμενο, τό ἐνέργημα μέ τό ὁποῖο πραγματοποιεῖται ἡ ἀναφορά, ἀλλά καί τό ἴδιο τό ἀναπαριστώμενο ἀντικείμενο. Μέ τό ἐνέργημα τῆς ἀναφορᾶς ἢ τήν ἀποβλεπτικότητα στοχεύεται τό ἀπόν ἀντικείμενο πού ὑπόκειται μιᾶς παρούσας ἀναπαράστασης, πρότασης, πεποίθησης ἤ ἐπιθυμίας καί πού εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό ὅ,τι αὐτές οἱ ἴδιες. Αὐτη ἡ ἐμμεσότητα που παρεμβάλεται στην ἀντίληψη καθιστᾶ δυνατή την ἐνασχόληση με τό ἀντικείμενο κι ὃταν αὐτό εἶναι ἀπόν. Ἡ κύρια δυσκολία που παρουσιάζει το ἐνέργημα τῆς ἀναφορικότητας συνίσταται στο πῶς μια πραγματικότητα, ἓνα ἀντικείμενο, ἓνα γεγονός κλπ γίνονται ἀντιληπτά μέσω τῆς βιοχημικῆς τους ἀντιπροσώπευσης στον ἐγκέφαλο ἢ μέσω τῆς νοητικῆς τους ἀναπαράστασης[5].
Το ἂλλο κρίσιμο σημεῖο στο θέμα τῆς ἀναφορικότητας βρίσκεται στο ὃτι ἡ ἀντιστοίχηση ἀνάμεσα στο ἀναφερόμενο και την ἀναπαράσταση δεν εἶναι μονοσήμαντη και με αὐτή την ἒννοια οι ἀναπαραστάσεις δεν εἶναι το νόημα. Οἱ συνδυασμοί τους ὑφίστανται χάριν τῆς διασάφησης μιᾶς ἀναφορᾶς. Στήν ὁμιλία καί τή σκέψη ἀναπτύσσεται συνειδητά ἢ ὂχι ἓνα σχέδιο σαφοῦς προσδιορισμοῦ μιᾶς ἀναφορᾶς. Τό ἀντικείμενο τῆς ἀναφορᾶς μπορεῖ νά ὑπάρχει ἤ νά εἶναι ὑποθετικό, πιστευτό ἤ μή. Ἄν ἐξαιρέσουμε τίς περιπτώσεις ὅπου ἡ ἀναφορά προσδιορίζεται μέ ἕνα κύριο ὄνομα (ὁ Γιάννης, γιά παράδειγμα), στίς ἄλλες περιπτώσεις πού ἡ ἀναφορά περικλείει ἕνα κατηγόρημα («ὁ Γιάννης εἶναι καλός» ἢ «πιστεύω ὅτι ὁ τάδε εἶναι ἀξιόπιστος».) δημιουργεῖται τό ἐρώτημα κατά πόσο τό ἀντικείμενο τῆς ἀναφορᾶς ὑπάρχει στό φυσικό κόσμο. Ἡ ἀναφορά ἐννοεῖται ὄχι μόνο ὡς ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στό ὄνομα ἑνός πράγματος καί στό ἴδιο τό πρᾶγμα, ἀλλά γενικότερα ὡς ἡ πραγματικότητα ἤ τό ἀντικείμενο πού ἀποδίδεται ἀπό μιά σύνθετη ἀπόφανση. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο στηρίζει ὄχι μόνο ἕνα ὄνομα, ἀλλά μία πρόταση ἤ ἕνα κείμενο. Με τέτοιους ὃρους εἶναι σαφές ὃτι ἡ σημασία ἀλλάζει ἀνάλογα μέ τό ἐπίπεδο στό ὁποῖο ὀργανώνονται τά δεδομένα, δηλαδή ἀνάλογα μέ τό βάθος στό ὁποῖο τίθεται τό σημεῖο ἀναφορᾶς. Αὐτή ἡ δυνατότητα ξεχωρίζει ἀπολύτως τόν ἄνθρωπο ἀπό τά ἄλλα ἔμβια. Ἡ ἀναπαράσταση που συνδέεται με την ἀναφορά ἐμφανίζει τα χαρακτηριστικά σημείου με ἀποτέλεσμα να μη συνδέεται με το ἀναφερόμενο μονοσήμαντα μέσω μιᾶς αἰτιακῆς ἁλυσίδας. Ἡ δυσκολία ἤ ἡ εὐκολία ἀντίληψης τῆς ἀναφορᾶς ἐξαρτᾶται ἀπό τή συνάφεια τήν ὁποία ἔχει ὑπόψη του αὐτός πού τήν ἐπιχειρεῖ. Ἡ ἀναγνώριση τῆς σωστῆς συνάφειας καί, ἑπομένως, τῆς τελικῆς ἀναφορᾶς, θά προϋπέθετε ὁτιδήποτε εἶναι ἀληθινό καί οὐσιαστικά τήν ἀλήθεια ὃλου τοῦ κόσμου. Τό ἐρώτημα τῆς ἀναφορᾶς συνδέεται με τή διάκριση σέ σωστό και λάθος καί τήν ἀναζήτηση τῆς ἒσχατης ἀλήθειας.

Ἡ ἀναπαραστασιακή καί ὑπολογιστική θεωρία τοῦ νοῦ ἀποτελεῖ τό κυρίαρχο φιλοσοφικό πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο ἀναπτύσσεται σήμερα ἡ γνωσιακή ἐπιστήμη. Θεωρεῖται λογικό ὅτι, ὅταν ἐπιτελοῦμε κάποιο νοητικό ἐνέργημα, βιώνουμε κάποιο συναίσθημα ἤ ἀναφερόμαστε σέ κάποιο ἀντικείμενο, αὐτές οἱ ἐνέργειες ἀντιπροσωπεύονται βιολογικά στόν ἐγκέφαλο ἀπό κάποια ἐγγραφή πού ἀποτελεῖ κι ἕνα τρόπο ἀναπαράστασης τῆς ἀντίστοιχης ἐνέργειας. Για την ἀναπαραστασιακή θεωρία ἡ βασική πραγματικότητα εἶναι οἱ βιοχημικές διαμορφώσεις τοῦ ἐγκεφάλου. Ἂν και μποροῦμε να ἐστιάσουμε σε διάφορα ἐπίπεδα συνθετότητας αὐτῶν τῶν διαμορφώσεων, ὁ συνεπής ἀναγωγισμός δηλαδή ἡ αἰτιοκρατία ἀπό κάτω προς τα πάνω δεν μπορεῖ παρά να θεμελιώνεται στη θεωρία βάσης που εἶναι ἡ ἡ βιοχημεία και ἐν τέλει ἡ φυσική. Ἡ αὐτονομία τῶν διαμορφώσεων ἒναντι τῶν συστατικῶν τους και ἡ ὓπαρξη μιᾶς αἰτιοκρατίας ἀπό πάνω προς τα κάτω δύσκολα θεμελιώνεται καθώς ἡ δράση δεν παύει να εἶναι αὐτή τῶν θεμελιωδῶν συστατικῶν ἀκόμη κι ἂν αὐτά ἐνεργοποιοῦνται ἐπιλεκτικά μέσω τῶν ὁριακῶν συνθηκῶν που ὁρίζουν τις διαμορφώσεις. Οἱ κύριοι στόχοι ταῆς άναπαραστασιακῆς θεωρίας εἶναι: πρῶτον, ἡ εὕρεση τῶν λογικῶν συσχετίσεων πού ἐφαρμόζονται στίς ἀναπαραστάσεις σύμφωνα μέ τούς συντακτικούς κανόνες μιᾶς ἰδιαίτερης γλώσσας. Δεύτερον, ἡ εὕρεση τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ἀπό τήν συγκεκριμένη σύνταξη μεταβαίνουμε στή σημασία τῆς ἀναπαράστασης, δεδομένου ὃτι ἡ ἀναφορά δεν φαίνεται να σχετίζεται με την ἀναπαράσταση δι’ ὁμοιότητας ἢ μέσω μιᾶς αἰτιακῆς διαδρομῆς. Ποιός εἶναι ὃμως ὁ ρόλος τῆς σημασίας στην ἐναλλαγή τῶν ἀναπαραστάσεων, δεδομένου ὃτι ἓνα νοητικό ἐνέργημα ὃπως ἡ θέληση μπορεῖ να δράσει αἰτιακά στις ἀναπαραστάσεις και να τις «χειρισθεῖ»με βάση τη σημασία. Ἂν ὑποθέσουμε ὃτι στη βάση ἡ ἐναλλαγή τῶν ἀναπαραστάσεων γίνεται σύμφωνα με κανόνες οἱ ὁποίοι δροῦν με βάση τοπικά χαρακτηριστικά τῶν ὑλικῶν βιοχημικῶν διαμορφώσεων τότε προσκρούουμε στο πρόβλημα τοῦ κατά πόσον εἶναι δυνατόν ἡ σύνταξη να τυποποιηθεῖ, δηλαδή να ἐπιτευχθεῖ χωρίς την ἀρωγή τῆς σημασίας. Ἢ ἀλλιῶς, κατά πόσον εἶναι δυνατόν ἡ σημασία να ἀποτελέσει στοιχεῖο ἑνός τυπικοῦ συστήματος. Οἱ γλωσσολόγοι ἐπισημαίνουν ὃτι ἡ σύνταξη εἶναι ἀξεχώριστη ἀπό τη σημασία, ἂν ἐξαιρέσουμε τις τετριμμένες περιπτώσεις. Ἡ σύνταξη προϋποθέτει πάντα ἓνα θέμα πού ἀποτελεῖ και την θεμελιώδη ἀναφορά τῆς πρότασης, και το ὁποῖο δεν εἶναι τά μέρη τῆς πρότασης ἀλλά ὁ πυρῆνας πού τά συγκροτεῖ. Ἁπλώνεται κατά κάποιο τρόπο σε ὃλη την πρόταση, χωρίς ὃμως να μπορεῖ να ἐντοπισθεῖ και ἑπομένως να ὑπεισέλθει σε ὑπολογιστικές διαδικασίες. Ἐπιπλέον, ἡ σημασία ἐπειδή ἀκριβῶς ἐξαρτᾶται ἀπό τη συνάφεια, ὡς μέγεθος εἰσάγει ἀβεβαιότητα ἡ ὁποία καταστρέφει τις ὑπολογιστικές ἐφαρμογές.

Καθώς ἡ σχέση ἀνάμεσα στην ἀναπαράσταση και την ἀναφορά δεν εἶναι αἰτιακή εἶναι δύσκολο να ὑποθέσει κανείς ὃτι ἐξελικτικά ἒχει ἐπιτευχθεῖ μια ἀποτελεσματική σύζευξη ἢ ἀντιστοίχηση ἀνάμεσα στα δεδομένα τοῦ περιβάλλοντος και στην κινητική ἀπόκριση τοῦ ὀργανισμοῦ. Σε μια τέτοια ἐκδοχή ἀνακύπτουν κι ἂλλα ἐρωτήματα. Πῶς για παράδειγμα σχηματίσθηκαν οἱ κανόνες τῆς σκέψης και τῆς λογικῆς μέσα ἀπό την πάντα ἀνεπαρκή ἒκθεση τοῦ ἀνθρώπου σε ἐξωτερικά ἐρεθίσματα. Τά ἐρεθίσματα εἶναι ἀνεπαρκῆ προκειμένου να σχηματισθεῖ ἡ ὑψηλή λογική τάξη πού θεμελιώνει τη σκέψη γενικότερα και τη μαθηματική σκέψη εἰδικότερα. Δεν φαίνεται σε ποιες βιολογικές σκοπιμότητες θα μποροῦσαν να στηριχθοῦν οἱ ὑψηλά ἀφαιρετικές λειτουργίες τῆς ἀνθρώπινης νόησης. Ἐπιπλέον, αὐτοί οἱ κανόνες θά πρέπει νά περιλαμβάνουν λογικές σταθερές, προκειμένου νά ἐκφρασθοῦν ἀρνήσεις, συζεύξεις, διαζεύξεις καί ὑποθετικές κρίσεις ἀλλά καί κάποιες μεταμεταβλητές ὣστε νά ἀποδοθεῖ ἡ λογική μορφή τῶν προτάσεων μέ τρόπο ἀνεξάρτητο τοῦ νοηματικοῦ τους περιεχομένου. Κατά τήν μετάφραση στη γλώσσα τοῦ ἐγκεφάλου θά πρέπει νά ἐπιτελεσθεῖ ταχύτατα τό δύσκολο ἔργο τῆς ἀνίχνευσης καί καταγραφῆς τῶν λογικῶν μορφῶν, πού κρύβονται πίσω ἀπό ἀσαφεῖς καί πολύπλοκες ἐκφράσεις τῶν φυσικῶν γλωσσῶν, γεγονός πού εἶναι δύσκολο καί γιά τούς κορυφαίους τῆς λογικῆς. Στό τέλος τά συμπεράσματα θά πρέπει νά μεταφρασθοῦν ἀπό τή γλῶσσα τοῦ ἐγκεφάλου στήν ὁμιλούμενη φυσική γλῶσσα. Ἐπειδή οἱ κανόνες πού θά καθορίσουν τίς λογικές συνδέσεις καί τίς διαδοχές τῶν στοιχείων, δέ δροῦν πάντα, θά πρέπει νά ὑπάρχουν ἄλλοι κανόνες, οἱ ὁποῖοι θά «ἀποφασίζουν» τό πότε τῆς δράσης. Καί ἡ δράση ὅμως τῶν νέων κανόνων θά πρέπει νά καθορίζεται ἀπό ἄλλους κλπ. Με αὐτό ὃμως τον τρόπο, δημιουργείται μια αναδρομή προς τά πίσω που δεν σταματάει6. Ἐπομένως θα πρέπει σε κάποιο σημείο να ὑπάρχει και να δρᾶ κάτι πρωταρχικό, πού να ἐπιτελεῖ τις συνδέσεις και το ὁποῖο να μην συνίσταται ἀπό ἓνα μηχανισμό και ἑπομένως ἀπό κάτι που εἶναι ἀναλύσιμο.

Πρόκειται για ὃτι ὀνομάζουμε ἀντίληψη, ἐνόραση, νόηση καί θα πρέπει να ἀποτελεῖ ἐνέργημα ἂλλης τάξης.
Ἡ σημασία μιᾶς ἀναπαράστασης δεν μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ ἐξολοκλήρου μέ βάση ἀλληλουχίες παραπομπῶν σέ ἄλλες ἀναπαραστάσεις. Ἀπαιτεῖται ἡ ἀντίληψη τουλάχιστον κάποιων θεμελιωδῶν σημασιῶν. Στίς μεταβάσεις ἀπό τή μία ἀναπαράσταση στήν ἄλλη θά πρέπει κάπου νά σταματήσουμε κι αὐτό τό κάπου θά πρέπει νά εἶναι διαφορετικῆς τάξεως ἀπό τήν ἀναπαράσταση. Θά πρέπει νά ὑπάρχουν τουλάχιστον κάποιες πρωταρχικές καταδείξεις πού θά εἶναι ἀμετάβατες, δηλαδή θά γίνονται ἀντιληπτές χωρίς ἄλλη παραπομπή. Σ’ αὐτό ὅμως τό σημεῖο ἐξερχόμαστε ἀπό τήν ἐσωτερική συζήτηση ἑνός κλειστοῦ ὑπολογιστικοῦ συστήματος καί καταφεύγουμε στήν ἔννοια τῆς σημασίας ἤ τῆς ἐνόρασης. Ἡ ἀντίληψη τῆς σημασίας φαίνεται νά ἀποτελεῖ μία ἑνιαία ἐνέργεια πού ἐπιτελεῖται χωρίς στάδια καί ἡ ὁποία, ἄν καί λαμβάνει ὑπόψη τίς σχέσεις καί τά συμφραζόμενα, εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτά. Τό βέβαιο εἶναι ὃτι ὃταν ἀπό μία διαμόρφωση –ἀναπαράσταση ὁδηγούμαστε σέ κάποια ἄλλη μέ βάση κάποια λογική, δέν ἔχουμε ἀλλάξει ἐπίπεδο, δηλαδή ὀντολογικά βρισκόμαστε ἐκεῖ πού ξεκινήσαμε. Ἓνα σύστημα πού δέχεται ὡς εἴσοδο ὑλικές διαμορφώσεις καί ἐνέργεια, ὅ,τι ἐπεξεργασία καί ἄν ἐπιτελέσει δέ θά ἔχει ὡς ἔξοδο τίποτε ἄλλο ἀπό παραπλήσιες διαμορφώσεις καί ἐνέργεια. Κατά τόν Searl ὅσο πολύπλοκο κι ἄν κάνουμε ἕνα σύστημα πού βασίζεται σέ διακίνηση συμβόλων μέ βάση συντακτικούς κανόνες δέν μπορεῖ νά παραχθεῖ τό νόημα. Ὁποιαδήποτε ἁλυσίδα 0-1 κι ἄν δώσουμε γιά εἴσοδο σέ κάποιον ὑπολογιστή, θά μᾶς δώσει ὡς ἔξοδο μία ἄλλη ἁλυσίδα χωρίς καμία ἀναφορά στό τί σημαίνουν αὐτές οἱ ἁλυσίδες7.
Ἒχει γίνει σαφές ὃτι ἐνῶ ἀσχολούμαστε με ἓνα ὑλικό σύστημα (τον ἐγκέφαλο) κινούμαστε σε ἓνα ἐπίπεδο ἀφαίρεσης πού βρίσκεται πάνω ἀπό τις μηχανιστικές αἰτιάσεις. Με τήν ἀναφορικότητα πραγματοποιεῖται μία μορφή ἐπαφῆς μέ ἀφηρημένα ἀντικείμενα, δηλαδή ἀντικείμενα πού συντίθενται ἀπό καθολικές ἔννοιες καί ὡς τέτοια δέν κατέχουν κάποια θέση στή φυσική πραγματικότητα. Μιά ὁρισμένη ἐκφορά ἤ γραφή μιᾶς πρότασης εἶναι ἕνα φυσικό συμβάν καί ἑπομένως ἕνα ἀντικείμενο, ἀλλά τό περιεχόμενο τῆς πρότασης δέν εἴναι11. Ἡ σημασία, τό νόημα, μιά ἰδιότητα, τό καθόλου, δέν εἶναι φυσικά ἀντικείμενα, ἄν καί εἶναι ἀντικείμενα σκέψης. Δέν ἀποτελεῖ φυσικό ἀντικείμενο τό ὅτι κάποιος γνωρίζει τό νόημα μιᾶς συγκεκριμένης ἔκφρασης ἤ τό ὅτι δυό ἐκφράσεις ἔχουν τό ἴδιο ἤ διαφορετικό νόημα, ἤ τό ὅτι κάποιος ἔχει συλλάβει ἤ δέν ἔχει συλλάβει τή σημασία μιᾶς συγκεκριμένης πρότασης ἤ τό ὅτι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κάτι ἀποτελεῖ καλό παράδειγμα μιᾶς συγκεκριμένης ἰδιότητας.

Ἡ γλῶσσα ἐπιτρέπει τή μετατόπιση τῆς ἀναφορᾶς ἀπό μιά πρόταση στην ἂλλη και ἐντέλει τόν ἐμπλουτισμό και τη διαύγασή της μέσα ἀπό ἀπεριόριστες νέες προτάσεις. Μέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ λόγου στή διάρκεια τῆς ζωῆς ἐπιχειρεῖται ὁ προσδιορισμός, μέ βάση την ὀργάνωση τῶν ἐπιμέρους ἀναφορῶν ἕνος ἑνιαίου «ἀντικειμένου». Αν όμως υπάρχει μια έσχατη γνώση θα πρέπει να υπάρχει και ἓνα έσχατο αντικείμενο αναφοράς κι ἓνας δρόμος πού θα πρέπει να διανυθεῖ. Το να ἐπικαλεστοῦμε τη δράση σύνθετων ἀντανακλαστικῶν τόξων ἢ λειτουργικῶν ἀντιστοιχήσεων που ἀναπτύχθηκαν ἐξελικτικά προκειμένου να ἑρμηνεύσουμε την ἀποφατικότητα τοῦ τελικοῦ ἀντικειμένου και με κάποια ἒννοια τοῦ κάθε ἀντικειμένου ἀποτελεῖ ἀνεπαρκές ἐπιχείρημα. Ἀκόμη οἱ ἒννοιες τῆς ἀλήθειας και τοῦ ψεύδους ἀναπτύσσονται σε ἂλλο ἐπίπεδο ἀπό ἐκεῖνο τῆς βιολογικῆς ἀποτελεσματικότητας. Ὁ ἒλεγχος για την ἀλήθεια τοῦ «ἰσοδύναμου» τοῦ κόσμου που ὁρίζουν οἱ θεμελιώδεις ἀναφορές τοῦ ἀνθρώπου, δεν εἶναι χρέος ἀπέναντι σε μια εὐπραγία ἢ μιά ἀποτελεσματικότητα που «ὀφείλει» να πετύχει προκειμένου νά ἐπιβιώσει, ἀλλά το χρέος προς μια ποιότητα βίου πού ὑποβάλλει ἡ παρουσία μιᾶς ἂλλης συνείδησης καί η μέριμνα πού θέτει το βλέμμα τοῦ ἂλλου.

Το πρόβλημα τῆς σύνδεσης
Ἡ ἔρευνα στόν ἐγκέφαλο ἔρχεται ἀντιμέτωπη μέ τό πρόβλημα τῆς σύνδεσης (binding problem) σέ διάφορα ἐπίπεδα. Σύμφωνα μέ τήν κυρίαρχη ὑπόθεση στόν χῶρο τῆς σύγχρονης ἔρευνας, ἕνα συγκεκριμένο ἀντικείμενο τοῦ ὀπτικοῦ πεδίου ἀναπαρίσταται ἀπό τήν πυροδότηση ἑνός συνόλου νευρώνων10. Ἡ ἀνακάλυψη ὅτι μία μεγάλη ὁμάδα κυττάρων ἀποκρίνεται ἐπιλεκτικά σέ γραμμές συγκεκριμένου προσανατολισμοῦ ἀποτέλεσε ὁρόσημο γιά τήν μελέτη τοῦ ὀπτικοῦ ἐγκεφάλου. Δέν ἔχει βρεθεῖ ὅμως ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ ἐγκέφαλος ὁμαδοποιεῖ αὐτές τίς προσανατολισμένες γραμμές καί τίς ἀποδίδει στό ἴδιο ἔργο. Οἱ διάφορες ἰδιότητες (χρῶμα, σχῆμα, κίνηση) κωδικοποιοῦνται σέ διάφορες περιοχές, ὁπότε, γιά νά ὑπάρχει ἀναφορά στό ἴδιο θέμα, θά πρέπει μέ κάποιο τρόπο οἱ πληροφορίες νά συντίθενται. Ἀπό ὅσο ὅμως ἔχει διαπιστωθεῖ μέχρι σήμερα, ἡ εἰκόνα ἑνός ἀντικειμένου πού σχηματίζεται στόν ἀμφιβληστροειδῆ, δέν ξαναεμφανίζεται ὁλοκληρωμένα σέ κανένα μέρος τοῦ ἐγκεφάλου13. Ὑπάρχουν πειστικές ἐνδείξεις ἀπό τήν ἀνατομία, πού ἀποκλείουν τήν ὕπαρξη κάποιας ὀπτικῆς περιοχῆς, πού νά εἶναι ὑπεύθυνη γιά τήν κατανόηση τῶν πληροφοριῶν πού ἔχουν συλλέξει οἱ ἄλλες ὀπτικές περιοχές. Ὑπολογίζεται ὅτι ὑπάρχουν τριάντα δυό ἀντιπροσωπεύσεις, μερικές ἤ πλήρεις, τῶν διεγέρσεων τοῦ ἀμφιβληστροειδοῦς, πού καταλαμβάνουν πλέον τοῦ μισοῦ της συνολικῆς ἔκτασης τοῦ φλοιού. Αὐτές οἱ περιοχές διασυνδέονται μέ περισσότερες ἀπό τριακόσιες διάκριτες διαδρομές, στήν πλειοψηφία τους ἀμφίδρομες. (Γιά παράδειγμα, ἡ ὀπτική περιοχή V1 προβάλλει στή V2 καί ἀντίστροφα)8. Οἱ πληροφορίες φαίνεται ὅτι εἶναι διεσπαρμένες σέ περιοχές πού ἐπικοινωνοῦν, ἀλλά πουθενά δέν συγκεντρώνονται. Ἐπιπλέον ἔχει διαπιστωθεῖ ὅτι τά διάφορα χαρακτηριστικά τῆς ὀπτικῆς ἀντίληψης, ἀναλύονται σέ διαφορετικούς χρόνους (γιά παράδειγμα, τό χρῶμα προηγεῖται κατά τήν ἀνάλυση τοῦ προσανατολισμοῦ κι αὐτός τῆς κίνησης).

Το πρόβλημα τῆς σύνδεσης καθίσταται ἐμφανές σέ μιά σειρά ἀπό ἐρωτήματα. Πῶς ἀποφασίζεται, για παράδειγμα, σε μια πολύπλοκη ἒκθεση ὀπτικῶν πληροφοριῶν τί θα ἐκληφθεῖ ὡς θέμα και ἑπομένως ὡς περιοχή πυκνῆς πληροφορίας και τι ὡς φόντος, δηλαδή ὡς περιοχή μειωμένης πληροφορίας; Ἢ πῶς συνεργάζονται τά διάφορα μέρη ἀποβλέποντας στην ἀπρόσιτη για το πεδίο τους τελική μορφή, πού μπορεῖ να εἶναι ἓνα πρόσωπο; Ή πῶς ὁ ἐγκέφαλος ἂν και δεν γνωρίζει τι αναπαριστούν οι πυροδοτήσεις αυτῶν τῶν νευρώνων ἢ ποια συνειδητή ἀντίληψη ἐν τέλει παράγουν δέχεται τροποποίησεις με βάση αυτό το άγνωστο αποτέλεσμα, το ὁποῖο συνειδητά ἢ ὂχι συμμετέχει σε συσχετίσεις ἢ και χειρισμούς ὡς ὁλότητα; Ἒχει προταθεῖ ὃτι ἡ συγχρονισμένη πυροδότηση σέ συχνότητα μεταξύ 35 καί 75Hz,πιθανῶς να ὁδηγεῖ στην ἀπαιτούμενη νευρωνική συσχέτιση. Πιθανῶς τέτοιοι συντονισμοί να ἀποτελοῦν τη βάση συσχετίσεων ἂν καί ἒχουν παρατηρηθεῖ συντονισμοί πού ἐπιτελοῦνται σέ διεργασίες πού ἀφοροῦν τό λόγο, τή σκέψη καί τήν ἀναγνώριση, χωρίς ὅμως νά ἐμφανίζεται συνείδηση. Τά οὐσιαστικά ὃμως ἐρωτήματα παραμένουν: ποιός ἤ τί στόν ἐγκέφαλο κρίνει ὅτι δυό κύτταρα ἀποκρίνονται συγχρονισμένα ἤ ὅτι οἱ διάφοροι συντονισμοί ἀφοροῦν τό ἴδιο θέμα; Ἤ πρός τί συμπληρώνονται οἱ ἀντιλήψεις τῶν διαφόρων αἰσθήσεων; Ἀπαρτίζουν κάτι καί γιά ποιόν; Εἶναι ἀρκετό νά ποῦμε ὅτι δέν ἀφοροῦν κάποιον, ἀλλά ἁπλῶς συμβαίνουν, γιά νά ἐπηρεάσουν διεργασίες ἄλλων περιοχῶν τοῦ ἐγκεφάλου, γιά παράδειγμα τόν κινητικό φλοιό, μέ ἀποτέλεσμα συγκεκριμένη συμπεριφορά; H ὅραση δέν ἀποτελεῖ χημική διεργασία καί ἑπομένως δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ τελικό στάδιο σέ μία σειρά τέτοιων διεργασιῶν.

Το πρόβλημα τῶν εἰκονικῶν ἀναπαραστάσεων
Ἒχει συζητηθεῖ ἐκτεταμένα, χωρίς ὁριστικό συμπέρασμα, το ἂν οἱ ἀναπαραστάσεις που σχηματίζονται σε μη συνειδητό ἐπίπεδο ἀλλά και αὐτές που ἐμφανίζονται στη συνείδηση, εἶναι εἰκονικοῦ ἢ προτασιακοῦ τύπου. Σύμφωνα μέ τήν ὑπολογιστική ἀναπαραστασιακή θεωρία τοῦ νοῦ, οἱ ἀναπαραστάσεις εἶναι προτασιακές καί ἔχουν ψηφιακό χαρακτῆρα καί ἑπομένως ἀποτελοῦνται ἀπό ἁλυσίδες διακριτῶν συμβόλων. Τά νοητικά φαινόμενα προκύπτουν ἀπό ὑπολογιστικούς χειρισμούς ἐπί αὐτῶν τῶν ἀναπαραστάσεων. Ἀνάμεσα στά ἄλλα μποροῦν νά ἀποδώσουν τήν εἰκόνα ἑνός ἀντικειμένου καί τίς κινήσεις του, μέ τήν ἴδια λογική πού αὐτό κατορθώνεται ἀπό ἕναν ὑπολογιστή καί προβάλλεται σέ μία ὀθόνη. Ἡ εἰκόνα σέ αὐτή τήν περίπτωση ἀποτελεῖ μή ἀναγκαῖο παρεπόμενο καί ἑπομένως δέν ἔχει αἰτιακή ἰσχύ. Οἱ προτασιακές ἀναπαραστάσεις ἀποτελοῦν ἀφηρημένες καί κατηγοριοποιημένες πληροφορίες. Ἀπαρτίζονται ἀπό σαφῆ καί διακριτά σύμβολα, πού συνδέονται σύμφωνα μέ γραμματικούς καί συντακτικούς κανόνες(προτασιακή λογική). Ὁρίζουν σχέσεις, κυρίως κατηγόρησης, οἱ ὁποῖες ἀποδίδουν κρίσεις τοῦ τύπου «αὐτό εἶναι ἐκεῖνο», γεγονός πού ὁδηγεῖ στή σύνθεση τῶν προτάσεων καί τή σύνδεση τῶν ἐπιχειρημάτων. Οἱ ἀπεικονιστικές ἀναπαραστάσεις ἤ οἱ νοητικές εἰκόνες ἀποτελοῦν ἀτελῆ ἀντίγραφα τῶν φυσικῶν ἀντικειμένων, ὅσον ἀφορᾶ τά περιγράμματα καί τίς σχέσεις τῶν μερῶν τους. Ἡ διαμόρφωση πού ὑφίσταται σέ αὐτές προσδιορίζεται ἀπό συγκεκριμένες θέσεις καί τιμές τῶν σημείων. Τό νόημα τους παράγεται μέσω τῆς ὁμοιότητάς τους μέ τό εἰκονιζόμενο ἀντικείμενο. Οἱ νοητικές εἰκόνες εἶναι ἀναλογικές, δηλαδή οἱ δομικές σχέσεις ἀνάμεσα στά μέρη τους ἀντιστοιχοῦν σέ σχέσεις ἀνάμεσα στά μέρη τῶν φυσικῶν ἀντικειμένων τῆς ἀντίληψης. Καθώς μετακινοῦνται στό χῶρο τῆς φαντασίας διέρχονται ἀπό ἐνδιάμεσες καταστάσεις πού ἀντιστοιχοῦν στίς ἐνδιάμεσες καταστάσεις τῶν μετακινήσεων τῶν φυσικῶν ἀντικειμένων. Ἐπιπλέον, γίνονται ἀντιληπτές ὡς συνολικά ἀντικείμενα ἀπό τήν ὀπτική γωνία τοῦ θεατή. Ἂν και ὅλα τους τά σημεῖα ἐκτίθενται ταυτόχρονα, παραμένει ἡ δυνατότητα τῆς διαδοχικῆς τους θέασης[9].
Στά πειράματα νοητικῆς περιστροφῆς τῶν Shepard- Metzler κατέστη σαφές ὁ κεντρικός ρόλος τῆς ἀπόστασης και τῆς γωνίας στούς ἑκούσιους χειρισμούς ἀντικειμένων στο χῶρο τῆς φαντασίας, μεγέθη που εἶναι χαρακτηριστικό τῶν εἰκονισμῶν καί ὄχι τῶν συμβόλων[10]. Ὑπάρχουν πειραματικές ἐνδείξεις ὅτι στόν ἐγκέφαλο σχηματίζονται ἀπεικονιστικές ἀναπαραστάσεις, καί συγκεκριμένα χάρτες πού ἀποτελοῦν τοπογραφικές ἀπεικονίσεις τοῦ ἀμφιβληστροειδοῦς καί μποροῦν νά ἑρμηνευθοῦν, νά ἀνακληθοῦν καί νά τύχουν χειρισμοῦ μέ νέους τρόπους ὡς ὁλότητα Γιά παράδειγμα, παρακείμενες ὁμάδες κυττάρων στόν ἀμφιβληστροειδῆ προβάλλουν σέ παρακείμενες ὁμάδες κυττάρων στόν θάλαμο, οἱ ὁποῖες μέ τήν σειρά τούς προβάλλουν σέ παρακείμενες περιοχές τοῦ ὀπτικοῦ φλοιού8. Ἀσθενεῖς στούς ὁποίους ἔχει ἀφαιρεθεῖ κατάλληλο τμῆμα τοῦ φλοιοῦ βλέπουν καί φαντάζονται μισές εἰκόνες. Γιά νά μπορεῖ νά συμβαίνει κάτι τέτοιο ὁ Kosslyn ὑποστηρίζει ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ ὕπαρξη ἑνός συστήματος, πού θά λειτουργεῖ ὡς τό «μάτι», τό ὁποῖο σέ μή συνειδητό ἐπίπεδο θά παρακολουθεῖ καί θά ἑρμηνεύει αὐτές τίς εἰκόνες, ἐνῶ ταυτόχρονα θά προβάλλεται μέ κάποιο τρόπο τό περιεχόμενο καί τά ἀντίστοιχα νοητικά εἴδωλα στή συνείδηση.

Ποιός τελικά «βλέπει» τήν ὀπτική εἰκόνα; Σε ποιόν ἀπευθύνονται τα διλήματα που θέτουν οἱ μορφές; Κάποιος ἤ κάτι πρέπει νά συλλέγει, νά ἀξιολογεῖ καί νά συντάσσει. Ἡ ὕπαρξη συνδεόμενων ἀλλά ὄχι συγκλινόντων μονάδων θά μποροῦσε νά ἐκληφθεῖ ὡς ἔνδειξη χειραγώγησης ἀπό μία νοητική ἐνέργεια, πού θά πρέπει νά βρίσκεται ταυτόχρονα παντοῦ καί νά συνθέτει. Ἐξ αἰτίας τοῦ ὁλικοῦ τους χαρακτήρα οἱ εἰκόνες δέν μποροῦν νά ἀναλυθοῦν σέ στοιχειώδεις εἰκόνες καί ἑπομένως νά προκύψουν ἀπό τό συνδυασμό ἁπλῶν καί στοιχειωδῶν εἰκόνων, γεγονός πού καθιστᾶ πολυπλοκότερο τό πρόβλημα τῆς ἀναπαραγωγῆς καί τῆς ἀναγνώρισής τους. Πῶς συνολικές διεργασίες πού ἐμφανίζονται στήν ἀντίληψη καί τή σκέψη εἶναι δυνατόν νά ἀποδοθοῦν ὡς ἀκολουθία ἤ ὡς σύνολο διακριτῶν πράξεων; Δεδομένων τῶν ἰσχυρῶν ἐνδείξεων ὕπαρξης εἰκονικῶν ἀναπαραστάσεων καί τοῦ ἑρμηνευτικοῦ ἀδιέξοδου, ἀποτελεῖ ἁπλή καί εὔλογη ὑπόθεση τό νά δεχθοῦμε τήν ὕπαρξη ἑνός νοεροῦ παράγοντα μή ἀναγώγιμου στή συμπεριφορά τῶν φυσικῶν ἀντικειμένων. Ἀποκλείεται βέβαια ὁ ἀδιέξοδος συλλογισμός μέ τό ἀνθρωπάριο πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι κρυμμένο στόν ἐγκέφαλο καί βλέπει και για το ὁποῖο θα πρέπει να ἀνακαλύψουμε την ἀντίστοιχη μηχανιστική διαδικασία κλπ11. Προκειμένου να γίνουν ἀντιληπτές οἱ εἰκόνες ὡς ὁλότητες ἀπαιτεῖται κάτι ἁπλό καί ἀδιάστατο, ἱκανό νά «αἰσθάνεται» τίς πληροφορίες καί νά «βλέπει» τίς εἰκόνες πού κρύβονται στίς διαμορφώσεις τοῦ ἐγκεφάλου, χωρίς ἡ λειτουργία του νά ἀνάγεται σε κάποιο μηχανισμό.

Οἱ χρονικές σημάνσεις στή συνείδηση.
Τα ζῶα δεν μποροῦν να διατηρήσουν τή βούληση για κάποιο γεγονός που δεν εἶναι παρόν ἢ που δέν ἐπίκειται ἂμεσα ἢ να προσδώσουν στη θέληση τους ἐκεῖνο το γενικό προσανατολισμό που ἀπαιτεῖ ἓνα ὃραμα βίου. Αὐτή ἡ διάκριση εἶναι θεμελιώδης γα την ὓπαρξη τοῦ ἀνθρώπου και την προβληματική αὐτή που θέτει. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς του κινεῖται σέ μία πορεία ἀποδέσμευσης- ὄχι ὑποχρεωτικά φυγῆς- ἀπό τό παρόν, σέ ἀντίθεση μέ τά ζῶα πού εἶναι ἐπικεντρωμένα στό παρόν (present - centered)12. Τό ζῶο δέν διαθέτει τήν αἴσθηση τοῦ κοσμικοῦ χώρου καί χρόνου, ὡς ἕνα ὑπόβαθρο σταθερό καί ἀνεξάρτητο ἀπό τίς κινήσεις του, στό ὁποῖο νά μπορεῖ νά ἐντάξει τόν ἑαυτό του καί τά πράγματα καί νά ἐπιτύχει μίαν ἀποστασιοποιημένη ἐποπτεία τῶν κινήσεων. Ἀντίθετα, «κουβαλάει» στίς μετακινήσεις του τό χῶρο καί τό χρόνο, ὅτι δηλαδή ἔχει μπροστά του ὡς ἄμεση ἀντίληψη. Θα ἀναφέρουμε ἓνα παράδειγμα ἐνδεικτικό αὐτῆς τῆς κατάστασης. Ἒχει παρατηρηθεῖ ὃτι τά ζῶα δέν βγάζουν ἒλκη ἀπό το παρατεταμένο ἂγχος, παρά μόνο ὃταν ἐμεῖς ἐπέμβουμε και παρατείνουμε τα ἐρεθίσματα με τεχνητά μέσα. Ὁ ἂνθρωπος ἀντίθετα ἀγχώνεται για πράγματα που συνέβησαν και δεν μπορεῖ να ξεχάσει ἢ για πράγματα που φαντάζεται ὃτι πρόκειται να συμβοῦν μελλοντικά. Στον ἀνθρωπο ὑπάρχει ἡ δυνατότητα να ἐναλλάσσεται ἡ αἲσθηση τοῦ παρόντος (μιᾶς ἐμπειρίας τοῦ παρόντος), ἡ ἀνάμνηση, δηλαδή ἡ ἐπαναβίωση περισσότερο ἢ λιγότερο ἒντονα μιᾶς ἐμπειρίας τοῦ παρελθόντος ἢ ἡ πρόληψη μιᾶς μελλοντικῆς ἒκβασης. διατηρώντας ταυτόχρονα τη διάκριση τους. Ταυτόχρονα διατηρεῖται ἡ αἴσθηση ὅτι κάτι δέν ὑπάρχει πιά, ἄν καί «ἔχει ὑπάρξει» ἢ ὃτι κάτι δεν εἶναι ἀληθές, παρόλο που βιώνεται ἒντονα. Ἡ μνήμη μακρᾶς διαρκείας παρουσιάζει ἓνας εἶδος ρευστότητας με την ἒννοια ὃτι κάθε φορά πού ἀνακαλεῖται τροποποιεῖται και ἐπανερμηνεύεταιι Ἀνακύπτει ὅμως τό ἐρώτημα: μέ ποιό τρόπο, τά μνημονικά ἴχνη ποῦ ἐνεργοποιοῦνται σέ μία διαμόρφωση τοῦ ἐγκεφάλου σέ παρόντα χρόνο ὁδηγοῦν στήν αἴσθηση τοῦ προτερόχρονου, ὅπου συνδυάζεται μία μορφή παρουσίας μέ τήν παράλληλη αἴσθηση τῆς οὐσιαστικῆς ἀπουσίας τῶν μνημονευθέντων; Τά ὑλικά ἴχνη στόν ἐγκέφαλο θά πρέπει νά διαθέτουν σημειωτικές διαστάσεις καί νά παράγουν τήν αἴσθηση τοῦ χρόνου. Αὐτό ὅμως βρίσκεται ἔξω ἀπό τίς δυνατότητες τῶν ὑλικῶν διαμορφώσεων. Μιά δεδομένη φυσική κατάσταση ὅπου ὅλες οἱ πληροφορίες ὑπάρχουν στήν τωρινή της μορφή, μπορεῖ ἴσως νά ἐπιτρέψει τόν σχηματισμό μιᾶς περασμένης ἀναπαράστασης, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν διάκριση καί πολλές φορές στήν ταυτόχρονη ἐπίγνωση τῶν διαφόρων χρονικῶν στρωματώσεων.

Νοητικές δραστηριότητες, ἐνέργειες που καθοδηγοῦνται ἐκ τῶν ἂνω.
Το πρόβλημα πού ἀντιμετωπίζουν οἱ σύγχρονες ἒρευνες εἶναι ὃτι ὑπολογιστικές διεργασίες πού ἐπιτελοῦνται σε ἓνα ἐπίπεδο δεν λαμβάνουν ἢ μᾶλλον δεν μποροῦν να λάβουν ὑπόψιν αὐτό πού προκύπτει σε ἓνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο. Ἓνα χαρακτηριστικό τῆς ὃρασης πού εἰσάγει ἰδιαίτερη δυσκολία στα ὑπολογιστικά μοντέλα εἶναι ὃτι αὐτό πού γίνεται ἀντιληπτό σε ἓνα ἐπίπεδο ἐκλαμβάνεται ὡς μέρος μιᾶς ὁλότητας πού ἀνήκει σε ἓνα ἐπόμενο ὑψηλότερο ἐπίπεδο. Ο νους έχει τη δυνατότητα ἀπό ένα τμήμα, μια μερική παρουσίαση στόν χώρο ή τόν χρόνο να αναγνωρίσει το όλο. Τό ὃλον μοιάζει νά προηγεῖται τοῦ μέρους ἀξιολογικά, ἀλλά καί πολλές φορές χρονικά. Ἓνα μέρος τοῦ προσώπου προσλαμβάνεται ὡς ἀνῆκον στό ὃλο τοῦ προσώπου, το ὁποῖο επρόσωπο ἀνήκει στην ὁλότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ μέρος μιᾶς εὐρύτερης συνάφειας κλπ. Αὐτή ἡ κίνηση τῆς ὃρασης προς εὐρύτερες ὁλότητες μπορεῖ να ἐπεκταθεῖ ἐκτός ἀπό τις συνθετότερες μορφές στο χῶρο και πρός σημασιολογικά εὐρύτερες ἑνότητες. Ἡ δυνατότητα μιᾶς παραπάνω ἑνότητας εἰσάγει στο γεγονός τῆς ὃρασης μιά ἐκκρεμότητα καί τήν ἐπιτακτικότητα εὓρεσης τῆς σύνθεσης ὑπό το φῶς μιᾶς ὑψηλότερης λογικῆς. Ἡ ἐμπειρία τοῦ κόσμου ἒρχεται μᾶλλον κατά ὀργανωμένα σύνολα και ὂχι ἀπό σύνδεση στοιχειωδῶν κοματιῶν. Το ὃλο προσδίδει τόν ἰδιαίτερο τόνο και την ξεχωριστή ἀξία στα ἐπιμέρους. Μέ ἕνα τρόπο κυκλικό, τό πρόσωπο συντίθεται ἀπό τά χαρακτηριστικά του, τά ὁποῖα ὅμως ἀναγνωρίζονται ὡς τέτοια μόνο μέ βάση τήν ἀναφορά τους στό πρόσωπο. Ἡ μελωδία συντίθεται ἀπό ἐκεῖνες τίς νότες, στίς ὁποῖες εἶναι ἡ ἴδια ἡ μελωδία πού προσδίδει τήν ἰδιαίτερη ἀξία τους. Στή μουσική, οἱ μεμονωμένοι χρόνοι προσλαμβάνουν τό νόημά τους ἀπό τό ὅλον, παρά τό γεγονός ὅτι αὐτό δέν ὑπάρχει σέ καμιά χρονική στιγμή. Τό ἠχητικό κύμα βρίσκεται στή βάση μιᾶς ἱεραρχίας, πού ξεκινάει ἀπό τούς φθόγγους καί ἀνέρχεται πρός τά φωνήματα, τίς λέξεις, τίς φράσεις, τά νοήματα τῶν προτάσεων καί τή γενική γνώση. Πειραματικά δεδομένα δείχνουν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψη τῆς ὁμιλίας λειτουργεῖ μᾶλλον ἀπό τήν κορυφή πρός τή βάση. Φαίνεται ὅτι ἡ ἐλάχιστη ἑνότητα σημασίας δέν εἶναι ἡ λέξη ἀλλά ἡ φράση. Ἔχουμε τήν τάση νά μαντεύουμε διαρκῶς τί θά πεῖ στή συνέχεια ὁ ὁμιλητής καί νά συμπληρώνουμε αὐτό πού λείπει ἀπό τό ἠχητικό κῦμα, μέ βάση τά συμφραζόμενα13. Από ἒρευνες στην ψυχολογία προκύπτει ότι το σχέδιο αποτελεί την στοιχειώδη νευροψυχική μονάδα της ανθρώπινης συνείδησης και δράσης. Ο κόσμος επειδή προσλαμβάνεται με βάση τους σκοπούς οὐσιαστικά υφίσταται μόνο μέσα από κάποιο σκοπό.

Στη συγκρότηση μιᾶς μορφῆς συναντᾶμε το πρόβλημα τῶν ὁρίων τα ὁποῖα δεν αποτελοῦν φυσική ἀναγκαιότητα. Και ὃταν μεν πρόκειται για κάποιο ὂργανο (πχ ἡ καρδιά) το πρόβλημα ὑφίσταται μέχρι το σχηματισμό τοῦ ὁργάνου. Ἀπό τη στιγμή που σχηματίσθηκε ἡ κατάλληλη δομή μποροῦμε να δεχθοῦμε ὃτι δρᾶ ἓνας φυσικός μηχανισμός πού πραγματοποιεῖ μια λειτουργία δυνάμει τῶν συστατικῶν μερῶν τῆς δομῆς. Στην περίπτωση τοῦ ἐγκεφάλου μετά τον σχηματισμό τῆς δομῆς ἐπανεμφανίζεται το πρόβλημα στο ἐπίπεδο τῆς συγκρότησης και ἀναγνώρισης τῶν ὁρίων που ἐπάγουν στο νευρικό σύστημα τα ἐρεθίσματα. Γιά παράδειγμα, ἡ ὁμαδοποίηση κάποιων κουκίδων στις διαδικασίες τῆς ὃρασης δεν εἶναι μια φυσικά ἀναγκαία ἐπιλογή. Οἱ ἀμιγῶς μηχανιστικές ἐξηγήσεις ἀδυνατοῦν να ἑρμηνεύσουν τους συγκεκριμένους περιορισμούς πού θέτει ἡ ἀναπαράσταση. Ἡ ὁμαδοποίηση ἀποκτάει νόημα μόνο με βάση το ἀποτέλεσμα τῆς ἀναγνώρισης ἑνός περιγράμματος. Με αὐτό ὃμως τον τρόπο ξεφεύγουμε ἀπό το ἐπίπεδο τῆς παραγωγῆς τῆς λειτουργικότητας μέσα ἀπό μηχανιστικές διεργασίες στη βάση μιᾶς δομῆς και εἰσερχόμαστε στο ἐπίπεδο τῆς δράσης ἀφαιρετικῶν και δημιουργικῶν πράξεων μορφοποίησης. Ἡ ὃραση συνοδεύεται πάντοτε ἀπό ἓνα εἶδος ἀφαίρεσης, καθώς δεν καταγράφεται ἀδιακρίτως κάθε λεπτομέρεια ἀλλά συλλαμβάνονται δομικά χαρακτηριστικά. Ἒχει διαπιστωθεῖ ὃτι το ἀντικείμενο τῆς ὃρασης πολλές φορές διορθώνεται ἢ ὁλοκληρώνεται. Ἡ ψυχολογία Gestaltἀποκαλεῖ αὐτή τή διαδικασία, προσέγγιση ἐκ τῶν ἂνω[14]. Οἱ ὑπολογιστικές διεργασίες ξεκινᾶνε πάντα ἀπό τα στοιχεῖα και παρόλους τους συνδυασμούς που ἐπιτυγχάνονται δεν εἶναι δυνατόν να προχωρήσουν πέρα ἀπό το ἐπίπεδο τοῦ στοιχείου. Ὅσο στενή κι ἄν εἶναι ἡ σύνδεση τῶν στοιχείων, τό ἕνα δέν μπορεῖ νά δώσει τόν ἔσχατο λόγο γιά τό ἄλλο, καθώς μετέχουν ταυτόχρονα σέ ἕνα εἶδος σχεδίου πού ἀποτελεῖ ἐξωτερικότητα γιά τό φυσικό τους δυναμισμό. Τά μέρη ὑπάρχουν χάριν τῶν ἂλλων καί τοῦ ὃλου. Καθίσταται σαφές ὃτι ἡ διαδοχή τῶν ὑλικῶν στοιχείων δέν μπορεῖ νά παράγει τήν ἑνότητα. Μοιάζει αὐτονόητο νά ἐπεμβαίνει στό σύστημα κάτι πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τίς φυσικές ἀναγκαιότητες. Εἶναι σαφές ὃτι οἱ ποιοτικές διαφορές που μπορεῖ να προκύψουν στις μορφές γίνονται ἀντιληπτές ὡς τέτοιες μόνο ἀπό τον προγραμματιστή. Ἀπλές ἰδιότητες τῶν μορφῶν ὃπως το εὐθύγραμμο ἢ ἡ κλειστότητα μιᾶς γραμμῆς δεν εἶναι δυνατόν να γίνουν ἀντιληπτές ἂμεσα ὡς ὃλον ἀπό κάποιο μηχανισμό, παρά ἒμμεσα ὡς συνδυασμός σημείων. Ἐπιπλέον, ἐνῶ στή φυσική ἀναγκαιότητα δέν ὑπάρχει τέλος στή διαδοχή αἴτιο ἀποτέλεσμα, στήν «αἰσθητική» συνείδηση τό ἀντιληπτό ἀποτελεῖ ἓνα εἶδος πληρότητας που δέν παραπέμπει κάπου ἀλλοῦ. Σαν να εἰσάγεται στις διαδοχές τῶν συμβάντων μια ἂχρονη δραστηριότητα. Ὃπως ἐπεσήμανε ὁ Κάντ στην τρίτη του κριτική οἱ αἰσθητικές και οἱ τελεολογικές κρίσεις ἐπιτρέπουν νά γίνει νοητό «τό ἐπιπλέον» τοῦ αὐστηρά γνωσιακοῦ πού καθορίζεται ἀπό τίς κατηγορίες τῆς διάνοιας. Οἱ μορφές πού συναντιοῦνται στήν τέχνη και στήν ἀνάλυση τοῦ ὀργανισμοῦ ἀποτελοῦν κατά κάποιο τρόπο ἐπίφαση γιά τή φυσική πραγματικότητα, καθώς προκύπτουν ἀπό σχέσεις πού ὑπακούουν σέ σκοπιμότητα ἄλλης μορφῆς. Ἂν και δεν γνωρίζουμε μέχρι ποιο σημεῖο μπορεῖ να φθάσει ὁ μηχανιστικός τρόπος ἐξήγησης εἶναι βέβαιο ὃτι ποτέ δέν θά εἶναι ἐπαρκής. Κάθε μηχανιστική προσέγγιση ἑνός ἒμβιου ὂντος θα παραμένει ἐσαεί στά ὃρια τῆς ἁπλῆς ἀποτίμησης ἢ ἒκθεσης τοῦ ἀντικειμένου[15].

πηγή: Αντίφωνο, "Σύναξη" τχ 106, σελ. 4-19