«Εμείς, είπε αυτός, ουσιαστικά δε φοβόμαστε και τόσο πολύ όλους αυτούς τους σοσιαλιστές-αναρχικούς, τους άθεους και τους επαναστάτες. Τους παρακολουθούμε και ξέρουμε το καθετί γι’ αυτούς.
Όμως ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχουν και μερικοί, όχι πολλοί, εξαιρετικά ιδιόρρυθμοι άνθρωποι:
Αυτοί πιστεύουν σε Θεό, είναι χριστιανοί και ταυτόχρονα είναι και σοσιαλιστές. Αυτούς φοβόμαστε περισσότερο, αυτοί είναι τρομεροί!
Ο σοσιαλιστής-χριστιανός είναι φοβερότερος απ’ τον σοσιαλιστή-άθεο». ............" Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογέφσκι"

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ


Το συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά ολοκληρώθηκε με τις ευχαριστίες του αναπλ. καθηγητή Χρήστου Αραμπατζή (μέλος της οργανωτικής επιτροπής), ο οποίος και έκλεισε την τελευταία συνεδρίαση

Σεβασμιώτατοι
Σεβαστοί κ. καθηγητές και πατέρες
Αξιότιμοι κ. ομιλητές
Αγαπητοί φοιτητές
Κυρίες και κύριοι
Αισίως ολοκληρώθηκαν οι διήμερες εργασίες του συνεδρίου που οργάνωσε το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ σε συνεργασία με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα «Εκκλησία και Αριστερά». Για την επιτυχία ή όχι του συνεδρίου δεν θα εκφέρω καμία κρίση. Αδιάψευστος μάρτυρας για εμάς είναι η παρουσία σας και η κατάμεστη αίθουσα. Σας ευχαριστούμε για την τιμή ευχόμενοι να εκπληρώσαμε μέρος των προσδοκιών σας.
Εκ μέρους της οργανωτικής επιτροπής θα ήθελα να ευχαριστήσω τους χορηγούς μας, χωρίς τη βοήθεια των οποίων δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το συνέδριό μας.
Ευχαριστούμε τους Μητροπολίτες
Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμο
Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα και
Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης κ. Ιωάννη,
οι οποίοι συνέδραμαν τόσο υλικά όσο και ηθικά το Τμήμα Θεολογίας στην πραγματοποίηση του συνεδρίου. Ευχαριστούμε επίσης τις Πρυτανικές Αρχές και την Επιτροπή Ερευνών, οι οποίες εκτιμώντας και αξιολογώντας θετικά την πρόταση του Τμήματος Θεολογίας στάθηκαν αρωγοί στην προσπάθειά μας. Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε στον επιχειρηματία κ. Ελευθέριο Σαλβαρίδη, ο οποίος ως χορηγός ανέλαβε ένα σημαντικό μέρος των ανελαστικών δαπανών του συνεδρίου.
Ευχαριστούμε επίσης τον νέο Περιφερειάρχη κ. Απόστολο Τζιτζικώστα, ο οποίος αποδείχτηκε συνεχιστής της προθυμίας που επέδειξε ο προκάτοχός του Διονύσιος Ψωμιάδης δύο μήνες πριν.
Τέλος ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλουμε στα νέα παιδιά που στελέχωσαν την οργανωτική επιτροπή, Άννα Σαρκοπούλου (υπ. δρ.), Ελπίδα Βάρελη (υπ. δρ.) και Αστέριο Κεχαγιά (μτπτχ. φοιτητή). Τον κ. Ευστάθιο Λιανό Λιάντη ευχαριστούμε για τις εμπνευσμένες ιδέες του καθώς ήταν η ψυχή του συνεδρίου.
Posted in ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

Η κοπή της βασιλόπιτας για το νέο έτος στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ

Η καθιερωμένη κοπή της βασιλόπιτας για το νέο έτος έγινε σήμερα Πέμπτη 24 Ιανουαρίου του 2013 από τον Σεβασμιώτατο Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέα πριν την έναρξη της συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης του Τμήματος. Το φλουρί έτυχε ο νεοδιόριστος λέκτορας των παιδαγωγικών κ. Αθανάσιος Στογιαννίδης.
Posted in ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ | Σχόλια κλειστά

ΕΚΚΛΗΣΙΑ και ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Ομοιότητες και διαφορές. Η ομιλία του Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά

1. Εὐχαριστῶ τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κον Κον Ἱερώνυμον, ὅπως καί τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι μεταξύ τῶν ἄλλων πατέρων Ἱεραρχῶν ὅρισε καί τήν ταπεινότητά μου ὡς ὁμιλητή σ᾽ αὐτό τό ἐπιστημονικό Συνέδριο, πού διοργάνωσε ἡ κλεινή θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης γιά τό ἐπίμαχο πρόβλημα ΕΚΚΛΗΣΙΑ καί ΑΡΙΣΤΕΡΑ καί μέ τό σημαντικό μάλιστα δοθέν εἰς ἐμέ ἐπί μέρους θέμα Ὁμοιότητες καί Διαφορές τῶν δύο, Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς.
Κατ᾽ ἀρχάς θέλω νά πῶ, καί μάλιστα νά τονίσω, αὐτά τά δύο βασικά, πρῶτον μέν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐμπλέκεται στά πολιτικά κόμματα, δέν ταυτίζεται μέ καμμία πολιτική παράταξη, καί δεύτερον νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν παραθεωρεῖ τήν πολιτική, διότι θεωρεῖ τά πολιτικά κόμματα ὡς ἀνθρώπινες ἰδεολογίες, ἡ κάθε μιά ἀπό τίς ὁποῖες θέλει καί ἀγωνίζεται γιά μιά καλύτερη κοινωνία.
Μετά τό μικρό αὐτό εἰσαγωγικό σημείωμα εἰσέρχομαι κατ᾽ εὐθεῖαν στό θέμα μου καί δηλῶ ὅτι θά τό διεξέλθω μέ συντομία, λόγω στενότητος χρόνου, καί μέ ἁπλότητα, ὡς μία κατήχηση γιά τόν λαό. Ὅλοι μας γι᾽ αὐτόν τόν λαό τοῦ Θεοῦ νοιαζόμεθα καί ἐργαζόμεθα. Σέ κάθε παράγραφο τοῦ λόγου μου θά συμπλέκω καί τίς ὁμοιότητες καί τίς διαφορές Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς, αὐτό πού εἶναι τό θέμα μου, καί ἔτσι θά φαίνεται καλύτερα ἡ ἀντιπαράθεση τῶν δύο.
2. Ἀπό πολιτικές παρατάξεις καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ἀριστερά ἀκούγεται ἀπό προηγούμενα ἤδη χρόνια ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό παρόν τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ἄνετη ζωή του μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλά ὅλο τονίζει τήν παραδείσια κατάσταση στήν μέλλουσα ζωή. Αὐτό τό εἶπε ἕνας προηγούμενος ἀριστερίζων πολιτικός σέ συγκέντρωση πολιτικῶν, ὅπου μάλιστα εὑρίσκοντο καί Ἀρχιερεῖς. «Αὐτοί – εἶπε ὁ πολιτικός, δείχνοντας τούς Ἀρχιερεῖς – εἶναι γιά τούς ἀπερχομένους», γιά κηδεῖες δηλαδή καί γιά Τρισάγια. «Ἡμεῖς – εἶπε, ἀπευθυνόμενος στούς πολιτικούς – εἴμαστε γιά τούς ἐρχομένους»!…. Πρός τήν κατηγορία αὐτή ἔχω νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία βλέπει ψυχοσωματικά τόν ἄνθρωπο καί νοιάζεται γιά ὅλα τά ἀναγκαῖα του, ὄχι μόνο τῆς ψυχῆς τά ἀναγκαῖα ἀλλά καί τοῦ σώματος. Τό ἀντίθετο, τό νά ἐνδιαφέρεται ἡ Ἐκκλησία μόνο γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ γι᾽ αὐτήν αἵρεση μονοφυσιτική. Ἐπειδή ὁμιλῶ στήν Θεσσαλονίκη θά θυμίσω τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν Α´ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή του. Οἱ Θεσσαλονικεῖς χριστιανοί ἦταν ἐναγώνιοι γιά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία περίμεναν πολύ σύντομα. Καί ἀπορροφημένοι ἀπό τήν προσδοκία αὐτή εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς ἐργασίες τους καί τίς ἄλλες ἐπίγειες ἀσχολίες τους καί συζητοῦσαν μόνο γι᾽ αὐτό τό ἐναγώνιο θέμα τους. Ἐν τῷ μεταξύ τό σῶμα ἤθελε νά τραφεῖ καί γι᾽ αὐτό αὐτοί οἱ χριστιανοί γίνονταν βάρος στούς ἄλλους, ἐπιβαρύνοντας τους γιά τήν διατροφή τους. Τά ἔμαθε αὐτά ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί τούς γράφει ἐπιτιμητικό λόγο. Μάθετε, τούς λέγει, «πῶς πρέπει νά περιπατεῖτε» (Α´ Θεσ. 4 )! Ὁ λόγος του εἶναι πολύ παραστατικός. Σάν νά μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἐδῶ παίρνει μέ τό χέρι του τά κεφάλια τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, πού τά εἶχαν στραμμένα πρός τά πάνω, ἀναμένοντες τήν Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί τά στρέφει πρός τά κάτω, καί τούς λέγει νά προσέχουν πῶς περπατοῦν, γιά νά μή σκοντάψουν! Τούς συνιστᾶ δηλαδή νά στραφοῦν πρός τά καθήκοντα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τους, στίς ὑποχρεώσεις τους πρός τήν οἰκογένειά τους καί πρός τήν κοινωνία. Αὐτό σημαίνει αὐτό πού τούς λέγει παρακάτω«πράσσειν τά ἴδια καί ἐργάζεσθαι ταῖς ἰδίαις χερσίν» καί νά φέρονται «εὐσχημόνως πρός τούς ἔξω», τούς ἀπίστους δηλαδή, ὥστε «νά μήν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό κανέναν» (Α´ Θεσ. 4,11.12). Ἀλλά θά πῶ καί τό ἄλλο τό περισσότερο βασικό γιά τό θέμα πού ὁμιλῶ. Ἡ Παλαιά Διαθήκη, τό πρῶτο μέρος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτήρα, τονίζει δηλαδή πολύ τήν παρούσα ζωή. Εἶναι θεολογικό πρόβλημα τό γιατί συμβαίνει αὐτό στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ ἑρμηνεία εἶναι ὅτι, ἐπειδή ἡ Παλαιά Διαθήκη πολέμησε τήν νεκρομαντεία τῶν Χαναναίων – ἡ ὁποία προϋποθέτει πίστη στήν ζωή μετά θάνατον – γι᾽ αὐτό, λόγω τοῦ πολέμου κατά τῆς νεκρομαντείας, ξαναλέγω, δέν ἀνέπτυξε ἡ Παλαιά Διαθήκη, στά πρῶτα της χρόνια τουλάχιστον, τήν διδασκαλία στήν μεταθανάτια ζωή. Αὐτό θά γίνει τόν 7ο αἰ., ὅταν θά καταπαύσει ὁ πόλεμος κατά τῆς νεκρομαντείας. Γι᾽ αὐτό λοιπόν ἡ Παλαιά Διαθήκη τονίζει τήν παρούσα ζωή, ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτήρα, ξαναλέγω. Ἔτσι ἔχουμε τόν προφήτη Ἠσαΐα πού παριστάνει τόν Θεό λέγοντα: «Ἐάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου, τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε» (Ἠσ. 1,19). Ὁ ἐγκόσμιος αὐτός χαρακτήρας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζί βέβαια μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ βάση γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ὡραίας καί ἐκτενοῦς κοινωνιολογίας, τήν ὁποία βλέπουμε στήν Παλαιά Διαθήκη.1 Ἡ Ἐκκλησία νοιάζεται καί ἀγωνίζεται οἱ χριστιανοί, καί ὄχι μόνο οἱ χριστιανοί, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, νά ἔχουν τά ἀναγκαῖα γιά τήν ζωή τους, ὅπως αὐτό τό δεικνύει καί τό ἀποδεικνύει περίτρανα τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μέ τά καθημερινά συσσίτια καί ὅλη τήν φιλανθρωπική της δράση. Δέν εἶναι λοιπόν ἀληθινή, ἀλλά εἶναι ἄδικη ἡ κατηγορία κατά τῆς ᾽Εκκλησίας, ὅτι αὐτή ἀδιαφορεῖ γιά τό παρόν τοῦ ἀνθρώπου, γιά τά ἐπίγεια ἀγαθά του. Θέλει καί εὔχεται καί φροντίζει οἱ ἄνθρωποι νά διάγουν μία ἄνετη ζωή χωρίς τήν στέρηση τῶν ἀναγκαίων. Τό ἴδιο ἐνδιαφέρον καί τόν ἴδιο ἀγώνα κάνει ἀσφαλῶς καί ἡ Ἀριστερά πολιτική παράταξη καί ἐμεῖς τό χαιρόμεθα βεβαίως αὐτό καί τό ἐπαινοῦμε. Σ᾽ αὐτό συναντώμεθα καί συμφωνοῦμε.
3. Ἡ σημαντική ὅμως καί κυρία διαφορά μας εἶναι ὅτι ὁ μέν Ἀριστερισμός-Κομμουνισμός θέλει τήν ἄνετη αὐτή παρούσα ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἄνευ Θεοῦ ἤ, τέλος πάντων, παίρνοντας ἀδιάφορη θέση ὡς πρός τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἡ δέ Ἐκκλησία τήν ἄνευ Θεοῦ ζωή τοῦ ἀνθρώπου τήν θεωρεῖ ὡς ἀρειανική αἵρεση, ἡ ὁποία ἀποχωρίζει τήν θεία φύση ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί βλέπει σ᾽ αὐτό ἀνθρώπινη μόνο φύση. Κατά τήν Ἐκκλησία ἡ ζωή χωρίς τόν Θεό, ὅσο καί ἄν ἔχει πλούσια τά ὑλικά ἀγαθά, εἶναι ζωή χωρίς νόημα, εἶναι ζωή βαρετή (boring). Πολύ τό τονίζει στήν διδασκαλία της αὐτό ἡ Ἐκκλησία. Διδάσκει δηλαδή, ἀντίθετα πρός τά ἄλλα συστήματα, ὅτι ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς δέν μποροῦν νά χαρίσουν τήν εὐτυχία στόν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἄλλη θεώρηση περί τοῦ ἀνθρώπου, ἐντελῶς διάφορη ἀπό τά ἀριστερίζοντα συστήματα, ἀλλά καί τά ἄλλα κοσμικά συστήματα.
4. Πῶς βλέπει ἡ Ἐκκλησία τόν ἄνθρωπο; Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό γιά τό θέμα μας. Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό μεγαλεῖο του καί ἡ μεγάλη του ἀξία. Ἀλλά θέλω νά πῶ κάτι ἄλλο, θεολογώντας μέ ἁπλότητα σέ ἕνα ἐρώτημα σχετικό μέ τό θέμα: Πῶς ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος, εἶμαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐγώ ὁ ἄνθρωπος ἔχω σῶμα, ὁ δέ Θεός δέν ἔχει σῶμα; Γιά νά ποῦμε ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, θά πρέπει νά βροῦμε Θεό μέ σῶμα! Ποιός εἶναι αὐτός; Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μιλώντας πιό συγκεκριμένα λέγουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὄχι κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ γενικά, ἀλλά κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.2 Γι᾽ αὐτό τό ὡραῖο νόημα ἔχουμε σχετικό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς στό βιβλίο τῆς Γένεσης. Στόν στίχ. 1,27 διαβάζουμε ὅτι«ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ». Τό περίεργο τοῦ χωρίου αὐτοῦ εἶναι ὅτι εἰσάγει οἱονεί «δεύτερο» Θεό καί ἐρωτοῦμε: Κατ᾽ εἰκόνα ποίου Θεοῦ ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, πού ἐπρόκειτο νά ἐνανθρωπήσει! Ἡ ἀλήθεια αὐτή ἔχει μέσα της τήν τιμή καί πρός τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί πρός τήν κτίση ὅλη, γιατί αὐτό τό σῶμα μας, πού εἶναι μικρόκοσμος, ἔλαβε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του.
Ἐπανερχόμενοι λέγουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία βλέπει τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Δίδουν διάφορες ἑρμηνεῖες γιά τό τί σημαίνει αὐτό, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν γνώμη μου ἡ καλυτέρα τῶν ἑρμηνειῶν εἶναι ἡ ἁπλή ἑρμηνεία τοῦ μακαριστοῦ διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα, ὅτι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ φορά του, ἡ ὁρμή του πρός τόν Θεό, πού τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά κοινωνεῖ μαζί Του. Αὐτήν τήν τάση καί ὁρμή τήν συναντοῦμε σέ ὅλους τούς λαούς.3 Αὐτήν τήν ὑψηλή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἀνθρώπου, ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δέν τήν ἔχουν τά κοσμικά συστήματα, στά ὁποῖα ἐννοῶ καί τά ἀριστερίζοντα. Ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ τόν καθιστᾶ ἄξιο τιμῆς καί σεβασμοῦ. Τό κλάμα του δέν εἶναι τρίξιμο μηχανῶν, ἀλλά εἶναι κλάμα καί πόνος ἑνός παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο σαρκώθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί σταυρώθηκε στόν φρικτό Γολγοθᾶ. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τέτοια εἶναι ἡ φύση του, ἄρα δέν μποροῦν νά τοῦ δώσουν τήν εὐτυχία μόνο τά ὑλικά ἀγαθά, γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μαζί μ᾽ αὐτά, καί πρῶτα ἀπό αὐτά, θέλει νά τοῦ χαρίσει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποῖο ἦλθε καί πρός τόν Ὁποῖο πηγαίνει. Αὐτή εἶναι ἡ κύρια διαφορά Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς ὡς πρός τά ἀγαθά τῆς παρούσης ζωῆς, τά ὁποῖα καί οἱ δύο, ἐπαναλαμβάνουμε, Ἐκκλησία καί Ἀριστερά, ἀγωνίζονται νά προσφέρουν στόν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο.
5. Μέ τήν εὐκαιρία πού δώσαμε τήν θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολύ ἀναγκαῖο γιά τό θέμα μας νά ποῦμε τί εἶναι ὁ Θεός, τοῦ Ὁποίου εἰκόνα εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι αὐτό δέν εἶναι ξένο πρός τό θέμα μας. Εἶναι δέ ἀνάγκη νά τό ποῦμε αὐτό, γιατί πολλοί, καί θρησκευόμενοι ἀκόμη ἄνθρωποι, δέν γνωρίζουν τό τί εἶναι ὁ Θεός. Λοιπόν: Κατά τήν Ἁγία Γραφή, πού ἔχει τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός εἶναι αὐτά τά δύο: Εἶναι προσωπικό Ὄν (ὁ Ὤν Θεός) καί εἶναι ἀγάπη. Ἀκοῦστε τώρα: Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί ἀγάπη, ἄρα καί ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄρα καί αὐτός εἶναι πρόσωπο καί ἀγάπη. Καί ἀφοῦ εἴμαστε πρόσωπα καί ἀγάπη, ὡς κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλασμένοι, ἄρα καί ἡ κοινωνία μας μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας πρέπει νά εἶναι προσωπική καί ἀγαπητική. Αὐτό εἶναι ὅλο κι ὅλο, ἀγαπητοί μου ἀκροατές. Αὐτό φτιάχνει τέλεια κοινωνία ἀνθρώπων. Τό νά βλέπει ὁ ἕνας τόν ἄλλον σάν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σάν τόν ἑαυτό του, σάν μικρό θεό του!… Παρακαλοῦμε τήν Ἀριστερά παράταξη, ἄν μπορεῖ, ἄν ἔχει, ἄς μᾶς δώσει ἀπό τά κείμενά της, παλαιότερα ἤ νεώτερα, μιά τέτοια θεώρηση περί τοῦ ἀνθρώπου καί ἕνα τέτοιο ὅραμα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, ἀγγελικά πλασμένης.
6. Αὐτή ἡ τέλεια κοινωνία, ὅπως τήν εἶπα παραπάνω, αὐτό εἶναι ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ἀγαπητοί μου. Εἶναι πολύ σημαντικό ὅτι στά πατερικά κείμενα δέν ὑπάρχει ὁρισμός τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτό καί πέφτουμε στά σύμβολα. Πραγματικά δέ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι συμβολική. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία στήν Γραφή καί στά πατερικά κείμενα ἐκφράζεται δι᾽ εἰκόνων, τῆς ἀμπέλου καί τῶν κλημάτων, τῆς οἰκοδομῆς, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογενείας, τοῦ σώματος, κ.ἄ.4 Στά κηρύγματά μου καί ἰδιαίτερα σέ κατηχητικά μαθήματα στά νέα παιδιά μοῦ ἀρέσει νά παριστάνω τήν Ἐκκλησία πιό ἁπλᾶ μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγκαλιᾶς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία χωρᾶμε ὅλοι. Ἀλλ᾽ ἔχουμε ἕναν παλαιό συμβολικό ὁρισμό περί Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Θυσιαστήριο,5 αὐτό, δηλαδή, πού γίνεται πάνω στό Θυσιαστήριο. Καί πάνω στό Θυσιαστήριο τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, τῆς ὁποίας τό τέλος εἶναι ἡ θεία Κοινωνία. Αὐτό εἶναι Ἐκκλησία: Κοινωνία μέ τόν Θεό καί κοινωνία μέ τούς ἀδελφούς χριστιανούς, γιατί ὅλοι οἱ κοινωνοῦντες γίνονται «σύσσωμοι» καί «σύναιμοι»6 ὡς κοινωνήσαντες τό αὐτό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό οἱ χριστιανοί τό βιώνουμε, πρέπει νά τό βιώνουμε στήν πρακτική μας ζωή. Ἡ ὅλη μας δηλαδή συμπεριφορά πρέπει νά δείχνει ὅτι εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας. Ὅτι δηλαδή ζοῦμε μέ ἀγάπη καί πλήρη κοινωνία μεταξύ μας σέ ὅλα. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ἐπειδή βίωναν τήν μεταξύ τους αὐτή κοινωνία – ἡ ὁποία ἐκκινοῦσε ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό –, γι᾽ αὐτό εἶχαν «ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4,32). Ζοῦσαν κοινοβιακά. Δέν ὑπῆρχε μεταξύ τους φτωχός ἤ πλούσιος. Δέν ἀντέχω, δέν μπορῶ νά συγκρατήσω τήν ἐπιθυμία μου, στό νά παραθέσω μία  περικοπή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, στήν ὁποία περιγράφει πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγαπητική κοινωνία τῶν ἀδελφῶν στό μοναστήρι:
«Ἄριστη κοινωνία – λέγει – ἐγώ ὀνομάζω ἐκείνη, στήν ὁποία δέν ὑπάρχει ἰδιοκτησία, οὔτε ἀντιθέσεις καί δέν συμβαίνουν ταραχές, φιλονικίες καί ἔριδες. Ὅλα δέ σ᾽ αὐτή τήν κοινωνία νά εἶναι κοινά… Οἱ πολλοί νά εἶναι ἕνας καί ὁ ἕνας νά μήν εἶναι μόνος, ἀλλά μέσα στούς πολλούς. Τί εἶναι καλύτερο καί ὡραιότερο ἀπό μιά τέτοια κοινωνία; Τί πιό πολύτιμο μπορεῖ νά βρεθεῖ ἀπό αὐτήν τήν σύνδεση καί τήν ἕνωση τῶν πολιτῶν; Τί πιό ὡραῖο ἀπό τήν ἀνάμιξη τῶν ἠθῶν καί τῶν ψυχῶν; Ἄνθρωποι πού προέρχονται ἀπό διάφορη γενιά καί καταγωγή μόνιασαν τόσο πολύ, ὥστε νά φαίνονται σάν μιά ψυχή σέ πολλά σώματα καί τά πολλά σώματα νά φαίνονται ὅτι εἶναι ὄργανα ἑνός ἀνθρώπου. Ὁ ἄρρωστος στό σῶμα ἔχει πολλούς πού ὑποφέρουν μαζί του κατά τήν διάθεση· ὁ ἄρρωστος καί ἀπογοητευμένος στήν ψυχή ἔχει πολλούς πού τόν θεραπεύουν καί τόν ἀνορθώνουν. Ὁ ἕνας εἶναι δοῦλος στόν ἄλλο· ὁ ἕνας εἶναι κύριος στόν ἄλλο. Καί μέ τήν ἄμαχο ἐλευθερία τους δείχνουν τήν πλήρη δουλεία πού ἔχει ὁ ἕνας στόν ἄλλο… Μέ τήν ἀγάπη ὑποτάσσονται αὐτοί οἱ ἐλεύθεροι ὁ ἕνας στόν ἄλλο· καί μέ τό αὐθαίρετο τῆς γνώμης τους φυλάττουν τήν ἐλευθερία τους» (Ἀσκητικαί Διατάξεις κεφ. ιη´).
Αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς τόν τονίζει πολύ ἡ Ἀριστερά παράταξη καί εἶναι κατ᾽ αὐτό σέ ἀγαστή, σέ θαυμαστή συμφωνία μέ τήν Ἐκκλησία. Πραγματικά, μᾶς ἀρέσουν οἱ κήρυκες τῆς Ἀριστερᾶς παράταξης, οἱ κηρύσσοντες τήν κοινοκτημοσύνη, πού γιά μᾶς εἶναι βίωμα μιᾶς σωστῆς καί ἀληθινῆς ἐκκλησιολογίας. Ἄς προσέξουμε ὅμως ὅτι στήν Ἐκκλησία αὐτή ἡ κοινοκτημοσύνη δέν γίνεται μέ καταναγκασμό, ἀλλά ἐλεύθερα καί εὐχάριστα, γιατί μέ αὐτό ζοῦν οἱ χριστιανοί τήν μεγάλη ἐντολή τῆς ἀγάπης στήν ἀδελφότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό, στήν προαναφερθείσα περικοπή τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὁ μέγας πατήρ, ὁμιλώντας γιά τό θαυμαστό καί παράδοξο πού εἶπε περιγράφοντας τήν μοναστική κοινωνία τῶν ἀδελφῶν, ὅτι ὁ ἕνας «ἔχει πλήρη δουλεία στόν ἄλλον», ἐξηγεῖ ὅτι αὐτήν τήν δουλεία «δέν ἔφερε μέ βία κάποια ἀνάγκη, πού δημιουργεῖ πολλή δυστροπία σ᾽ αὐτούς πού καταναγκάστηκαν σ᾽ αὐτήν, ἀλλά τήν δημιούργησαν μέ χαρά ἀπό μόνοι τους» οἱ κοινοβιάζοντες.7 Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς, γιά τό θέμα πού ὁμιλοῦμε, ἔχουμε τήν διαφορά μας μέ τήν Ἀριστερά παράταξη, γιατί θέλει ἐκεῖ ὅπου δέν ἀκούγεται ὁ λόγος της περί κοινοκτημοσύνης, νά πίπτει ἡ ράβδος της, νά ἐφαρμόζεται δηλαδή μέ βία τό ἀγαθό τῆς κοινοκτημοσύνης. Ἐπαναλαμβάνω ὅμως τόν λόγο τοῦ ἁγίου Βασιλείου ὅτι ὁ καταναγκασμός αὐτός καί ἡ βία αὐτή «δημιουργεῖ πολλή δυστροπία σ᾽ αὐτούς πού καταναγκάστηκαν σ᾽ αὐτήν». Καί αὐτό ἔπειτα φέρει τήν ἐξέγερση τῶν πολιτῶν.
7. Δυστυχῶς στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν χριστιανικῶν λαῶν δέν βλέπουμε νά βιώνεται τό περί τῆς ἀγάπης κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, πού δημιουργεῖ τό ὄμορφο κοινοβιακό σύστημα μέ τήν κοινοκτημοσύνη τῶν ἀγαθῶν. Ἀντίθετα βλέπουμε ἐπικρατοῦσα τήν ἀδικία καί μάλιστα βλέπουμε σκληρή ἀδικία, ἡ ὁποία μᾶς παρουσιάζει τό θλιβερό φαινόμενο νά διαχωρίζει τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων σέ πλούσιους καί φτωχούς, σέ κύριους καί δούλους, σέ δυνάστες καί δυναστευομένους. Αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία τό ἐλέγχει ἀπό παλαιά ἤδη μέ τίς δυνατές φωνές τῶν προφητῶν της καί μέ τά δυνατά κηρύγματα στήν συνέχεια τῶν ἀκολουθούντων τήν γραμμή τῶν προφητῶν, τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ θαυμαστή παρρησία καυτηριάζουν τά ἀδικήματα τῶν ἀρχόντων, μή φοβούμενοι τίς ἀπειλές τους.
Λυπᾶμαι γιατί ὁ χρόνος δέν ἐπαρκεῖ νά ἀναπτύξω τό θέμα αὐτό μεταδίδοντας τά κατά τῆς ἀδικίας τῶν βασιλέων κηρύγματα τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἤ ἀναφέροντας περικοπές ἀπό τά σχετικά κηρύγματα τῶν Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Ἤδη ὁ παλαιότερος τῶν προφητῶν, τοῦ ὁποίου κατέχουμε γραπτά κείμενα, ὁ προφήτης Ἀμώς ἐπιτίθεται μέ ὠμή γλώσσα ἐναντίον τῶν γυναικῶν τῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖες ἐπίεζαν τούς συζύγους τους νά εἶναι καταπιεστικοί στόν λαό, ἀδικοῦντες αὐτόν, ὥστε νά πλουτοῦν καί νά διάγουν αὐτές περισσότερο ἄνετο καί τρυφηλό βίο. Τίς γυναῖκες αὐτές ὁ προφήτης τίς παραβάλλει πρός τίς ἀγελάδες τῆς εὐφόρου περιοχῆς Βασάν, τίς παχειές δηλαδή ἀγελάδες! Ἀκοῦστε, παρακαλῶ, τόν ὠμό ἔλεγχο τοῦ προφήτου κατά τῶν γυναικῶν αὐτῶν:
«Ἀκοῦστε τόν λόγο αὐτόν,
σεῖς, ἀγελάδες τῆς Βασάν,
πού κατοικεῖτε στό ὄρος τῆς Σαμάρειας,
σεῖς, οἱ ὁποῖες καταπιέζετε τούς ἀδυνάτους
καί καταθλίβετε τούς πτωχούς,
σεῖς, οἱ ὁποῖες λέγετε στούς (ἄρχοντες) ἄνδρες σας
“φέρε νά πιοῦμε”» (Ἀμ. 4,1)!
Ἡ καταδυνάστευση τῶν πτωχῶν εἶναι τό προσφιλές θέμα τοῦ προφήτου. Πιστεύει ὅτι ὁ Θεός ὅλα σχεδόν μπορεῖ νά τά συγχωρήσει, ἀλλά τήν καταδυνάστευση τῶν πτωχῶν, ὄχι, δέν τήν συγχωρεῖ! Λέγει ὁ προφήτης:
«Τάδε λέγει Κύριος:
Γιά τρεῖς ἁμαρτίες τοῦ Ἰσραήλ,
ἀκόμη καί γιά τέσσερις
δέν θά τιμωρήσω αὐτήν (τήν πράξη).
Ἐπειδή ὅμως πωλοῦν γιά χρήματα τόν δίκαιον
καί τόν πτωχό γιά ἕνα ζευγάρι ὑποδημάτων,
αὐτοί, οἱ ὁποῖοι κατασυντρίβουν τήν κεφαλή τῶν ἀδυνάτων
καί φονεύουν τούς πτωχούς
καί ξαπλώνουν πάνω στά ἐνεχυριασμένα ἐνδύματα (τῶν πτωχῶν),
ἰδού (λέγει ὁ Κύριος) θά σᾶς κάνω νά τρέμετε,
ὅπως τρέμει ἡ ἅμαξα ἡ γεμάτη ἄχυρα.
…………………….
Ἐπειδή καταπατεῖτε τόν ἀδύνατο
καί δῶρα ἀπ᾽ αὐτόν λαμβάνετε
θά κατασκευάσετε μέν οἰκίες ἀπό πελεκητούς λίθους,
ἀλλά δέν θά κατοικήσετε σ᾽ αὐτές.
Θά φυτέψετε ὡραῖα ἀμπέλια,
ἀλλά δέν θά πιεῖτε τό κρασί τους»
(Ἀμ. 2,6-8.13. 5,11)
Πολύ σύντομα ἀναφέρω καί τόν σκληρό πάλι ἔλεγχο τοῦ προφήτου Ἠλία πρός τόν βασιλέα Ἀχαάβ, ὁ ὁποῖος, παρακινηθείς ἀπό τήν σύζυγό του Ἰεζάβελ, ἐφόνευσε τόν πτωχό Ναβουθαί, γιά νά τοῦ πάρει τόν ἀγρό του. Τό ἀνοσιούργημα αὐτό καυτηρίασε ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος γεμάτος ὀργή παρουσιάστηκε μπροστά στόν βασιλέα καί, μέ θαυμαστή παρρησία ἀποκαλώντας τον «δολοφόνο» καί «ἄδικο κληρονόμο», τοῦ προφήτευσε ἐπί λέξει στήν συνέχεια: «Ἐκεῖ πού τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ τά σκυλιά θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα» (Γ´ Βασ. 20,19. Ἑβρ. 21,19)! Καί ἀποτεινόμενος στήν βασίλισσα Ἰεζάβελ τῆς εἶπε: «Τά σκυλιά θά σέ καταφάγουν στήν πεδιάδα Γιζρεέλ» (Γ´ Βασ. 20,23. Ἑβρ. 21,23)! Ἡ πρόρρηση αὐτή τοῦ προφήτου ἐξεπληρώθη πράγματι ἀργότερα (Γ´ Βασ. 22,1 ἑξ. Δ´ Βασ. 9,30 ἑξ.).
Τήν γλώσσα αὐτή τοῦ προφήτου Ἠλία τήν βλέπουμε νά ἀναζεῖ στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος σέ παρόμοια περίπτωση ἤλεγξε μέ ἰσχυρό καί σκληρό πάλι λόγο τήν βασίλισσα Εὐδοξία, στόν ὁποῖον ὅμως σκληρό ἔλεγχο ἀπήντησε καί αὐτή  μέ σκληρό διωγμό κατά τοῦ ἁγίου πατρός, διωγμό πού τοῦ ἐπέφερε τό τέλος τῆς ζωῆς του.8
Ἐπειδή ὁ λόγος ἐδῶ γιά τόν ἔλεγχο κατά τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, λίαν προσφιλές θέμα στούς ὀπαδούς τῆς Ἀριστερᾶς, θέλω νά ὑπενθυμίσω – νά ὑπενθυμίσω μόνο – τούς θαυμαστούς λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου κατά τῶν πλουσίων καί περί τοῦ πλούτου. Κατά τόν ἅγιο πατέρα ὁ πλοῦτος αὐτός καθ᾽ ἑαυτόν δέν ἔχει καμμία ἀξία. Ἀντίθετα ὁ πλοῦτος, μέ τήν ἄνιση κατανομή του, ἔγινε αἰτία ἀνατροπῆς τῆς ἐγκόσμιας τάξεως, ὅπως ἔτσι πάλι δίδασκαν καί πολλοί κοινωνιολογοῦντες Ἕλληνες (Εἰς τήν Ἑξαήμερον Ζ´ 3-5). Κατά τόν ἅγιο Βασίλειο, ἐφόσον τά ἀγαθά τοῦ πλουσίου προέρχονται ἀπό τόν Θεό, ὁ πλούσιος δέν πρέπει νά νοιώθει ὅτι εἶναι κάτοχος τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν, ἀλλά «οἰκονόμος»τους (βλ. τήν ὁμιλία του Περί φθόνου 5), ὥστε νά τά ἐπωφελοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καί τελικά ὠφελεῖται πνευματικά καί ὁ ἴδιος ὁ πλούσιος, γιατί ὁ «ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ» (ὁμιλία Εἰς τόν ΙΔ´ Ψαλμόν 5). Ὅταν ὅμως ὁ πλούσιος δέν φέρεται ἔτσι, τότε ὁ Μέγας Βασίλειος τόν ἐλέγχει καί τόν ἀποκαλεῖ «ἅρπαγα»«πλεονέκτη»«ἐκμεταλλευτή τῶν συνανθρώπων του», «τοκογλύφο», κ.ἄ.9 Ὁ πραγματικά ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ζεῖ φτωχικά. Μέ τό Εὐαγγέλιο δέν μπορεῖ κανείς νά πλουτίσει. Ἀδύνατον! Ὅποιος τό κάνει αὐτό καί λέγει μάλιστα ὅτι εἶναι χριστιανός, πλανᾶται. Δέν εἶναι σωστός χριστιανός, ἀλλά ὑποκριτής. Πραγματικά, πῶς μπορεῖ νά πλουτίζει ὁ χριστιανός, ἀφοῦ βλέπει γύρω του τόση κραυγαλέα φτώχεια;
Πρός τά παραπάνω ἀναφερθέντα νομίζουμε ὅτι οἱ ὀπαδοί τῆς Ἀριστερᾶς πρέπει νά εἶναι ὄχι ἁπλῶς σύμφωνοι, ἀλλά καί θαυμαστές τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἴδατε, ἀγαπητοί μας ἀκροατές τῆς Ἀριστερᾶς παράταξης, εἴδατε τί ὡραῖα, ὡραῖα καί ἠχηρά σαλπίσματα κατά τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας τῶν ἀρχόντων, πού ἔχει τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἁγία Γραφή καί τά ἱερά πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας; Θά ὠφεληθεῖτε πολύ καί θά ἔχετε σωστές καί ὡραῖες ἐμπνεύσεις, ἐάν τά μελετήσετε.
8. Ἀλλά, ἐπειδή ἐμνημόνευσα τόν ἅγιο Βασίλειο, θέλω πολύ συντόμως νά ἀναφέρω καί ἄλλο λόγο τοῦ ἱεροῦ πατρός, λόγο πολύ ἄμεσα συνδεόμενο μέ τό θέμα μας, γιά νά φανεῖ καί ἐδῶ ἡ συμφωνία τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Ἀριστερά, ἀλλά καί ἡ διαφορά της. Ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς ἐργασίας, τήν ὁποία ὁ ρωμαϊκός, ἀλλά καί ὁ ἑλληνικός κόσμος, παλαιά ὑποτιμοῦσε καί συνέδεε πάντα μέ τούς δούλους. Σέ ἀντίθεση ὅμως μέ τίς κρατοῦσες ἀντιλήψεις ὁ Βασίλειος τιμᾶ τήν ἐργασία καί τήν κηρύττει ὡς παράγοντα χαρᾶς, ὑγείας καί σωματικῆς καί πνευματικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἁρμονίας τῆς κοινωνίας. Ναί! Ἡ ἁρμονία τῆς κοινωνίας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰσόρροπης κατανομῆς τῆς ἐργασίας. Ὁ ἅγιος Βασίλειος συνδέει τήν εὐημερία τῆς κοινωνίας μέ τόν τρόπο κατανομῆς τῆς ἐργασίας.10
Στά παραπάνω περί ἐργασίας λεγόμενα ἀπό τόν ἅγιο πατέρα τῆς Ἐκκλησία μας συμφωνοῦν ἀσφαλῶς καί οἱ ὀπαδοί τῆς Ἀριστερᾶς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει καθαρά:«Ὅποιος δέν θέλει νά ἐργάζεται δέν πρέπει καί νά τρώγει» (Β´ Θεσ. 3,10). Ἄκουσα ὅτι τόν λόγο αὐτόν τόν εἶχαν ἀναρτήσει σέ ὑψηλή πινακίδα στό Κρεμλῖνο, χωρίς ὅμως νά γράφουν ἀπό ποῦ προέρχεται ὁ λόγος αὐτός. Καί ἡ Ἐκκλησία λοιπόν καί ἡ Ἀριστερά παράταξη συμφωνοῦν στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐργάζεται γιά νά σταθεῖ ἡ κοινωνία. Ἡ διαφωνία ὅμως τῶν δύο αὐτῶν εἶναι στήν διαφορετική θεώρηση τοῦ θέματος περί ἐργασίας. Ἀκοῦστε: Στόν χριστιανό τό «διδόναι» θεωρεῖται πάντοτε μακαριώτερο τοῦ «λαμβάνειν» (βλ. Πράξ. 20,35). Τό «διδόναι» ὅμως προϋποθέτει νά ἔχει κανείς γιά νά προσφέρει. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐργασία κατά τήν Ἁγία Γραφή γίνεται καί γιά ἕναν ἄλλο ἀκόμη σκοπό: Γιά τήν ἐλεημοσύνη! Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου: «Ὁ κλέπτης ἄς μήν κλέπτει πλέον, ἀλλά ἄς ἐργάζεται τίμια μέ τά δικά του χέρια, γιά νά μπορεῖ νά δίνει καί σέ ὅποιον ἔχει ἀνάγκη» (4,28). Ἡ ἐργασία λοιπόν κατά τήν Ἐκκλησία δέν ἔχει σκοπό μόνο τήν αὐτοσυντήρηση, ἀλλά καί τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης στούς πτωχούς καί πένητες ἀνθρώπους. Ἀλλά οἱ χριστιανοί, ἐνῶ τιμοῦν τήν ἐργασία καί τήν ἐξασκοῦν μέ προθυμία ὡς θεία ἐντολή, ὅμως δέν τήν θεοποιοῦν, ὥστε νά ὑποβιβάζουν τόν ἄνθρωπο καί νά τόν θεωροῦν ὡς παραγωγικό μέσον. Δέν λέγουν δηλαδή οἱ χριστιανοί ὅτι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι στό νά δουλεύει. Τέτοια ἀνθρωπολογία, πού ὑπάρχει σέ κοσμικά συστήματα, δέν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία.
9. Ἐπειδή δέν ἐπαρκεῖ ὁ χρόνος γιά περισσότερα καί ἤδη ἐξέφυγα τοῦ καθορισμένου γιά τούς ὁμιλιτές χρόνου, λέγω αὐτό τό σύντομο καί τελευταῖο: Ἡ Ἐκκλησία ἀποκρούει τήν ἀθεΐα καί τήν βία. Γι᾽ αὐτό ὁποιοδήποτε πολιτικό σύστημα ἔχει αὐτά τά δύο τό ἐλέγχει καί τό μάχεται. Ναί! Σέ ἄθεο δέν μποροῦμε νά δώσουμε ἐμπιστοσύνη νά μᾶς κυβερνήσει, διότι, ὅπως εἶπε καί ὁ Πολωνός Λέχ Βαλέσσα, «ὁ χωρίς Θεό ἄνθρωπος εἶναι ἐπικίνδυνος»!
Εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 
1. Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Ἡ κοινωνιολογική σημασία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Θεολογία 1928, σ. 21 ἑξ., ἔνθα καί βιβλιογραφία.
2. Βλ. Jean Claude Larcet, Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Τόμος Α´, σ. 36, ἔνθα καί πατερικές παραπομπές, Ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας. 
3. Βλ. Λεωνίδου Φιλιππίδου, Ἱστορία τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐξ ἐπόψεως παγκοσμίου καί πανθρησκειακῆς, σ. 605-728. 769-805. Ἀθῆναι 1958.
4. Βλ. Ἰωάν. 15,1-8. Ἐφ. 2,19-22.Ἐφ. 5,25-30. Κολ. 1,18. Ἐφ. 1,22-23..Ρωμ. 12,5. Α´ Τιμ. 3,15.
5.Ἐφεσ. 5,2. Τραλλυαν. 7,2. Φιλιπ. 4. 
6. Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, MPG 96,1409D, κ.ἀ.
7. Ὅπ. Παραπ.
8. Βλ. Δημητρίου Σίμου Μπαλάνου, Πατρολογία, σ. 351.
9. Ὅπ. παρ. 1. Πρός πλουτοῦντας 2 κ.ἀ. Βλ. Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β´, σελ. 387. 388.
10. Βλ. Ὅρους κατά πλάτος 37· 39· 42 κ.ἄ. Ὅρους κατ᾽ ἐπιτομήν 121· 143· 144· 145· 146 κ.ἄ. εἰς Πατρολογία Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, τόμ. Β´, σελ. 388. 
Posted in ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

Η ομιλία του Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά

Σεβασμιώτατοι, Κυρίες και Κύριοι,
Θα σας αναγνώσω μέρος της Προτάσεως που έκαμα πριν από ένα χρόνο περίπου στην περασμένη ΔΙΣ, σχετικά με το θέμα μας, όπου παρουσίασα ότι, τα τελευταία χρόνια διεξάγεται ένας σοβαρός διάλογος στην ελληνική κοινωνία περί του χαρακτήρος του μαθήματος των θρησκευτικών στα Σχολεία της Χώρας. Ο διάλογος προέκυψε ως απάντηση αφ’ ενός στο αίτημα για δημιουργική ανανέωση του μαθήματος και αφ’ ετέρου στις προτάσεις ή απειλές βάσει συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας νομικών και πολιτικών κύκλων περί καταργήσεως του μαθήματος.
Από το 2002 στο πλαίσιο προστασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, διαμορφώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας νέο καθεστώς για την χορήγηση απαλλαγής από το ΜτΘ σε ετεροδόξους και αλλοθρήσκους  με απλή δήλωση του κηδεμόνα ή του ενήλικου μαθητή «ότι δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει».
Το 2008 τρεις Εγκύκλιοι του Υπουργείου Παιδείας και μια ερμηνευτική διευκρίνηση του τότε Υπουργού, προσπάθησαν να εναρμονισθούν με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ανεξάρτητων Αρχών της Χώρας μας, που ήθελαν η απαλλαγή από το μάθημα να γίνεται με απλή διατύπωση του αιτήματος από τον ενδιαφερόμενο χωρίς άλλη εξήγηση.
Προξένησαν αλληλοσυγκρουόμενες και κάποτε έντονες ανακοινώσεις της ΟΛΜΕ, του Συνηγόρου του Πολίτη, της ΠΕΘ, των Θεολογικών Σχολών κ.α.
Με αφορμή αυτό το θόρυβο, άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται και να προτείνονται κάποιες «μορφές» του ΜτΘ που, όπως ήταν αναμενόμενο, πυροδότησαν άλλες αντιπαραθέσεις και δημιούργησαν πολώσεις τόσο στην Εκπαιδευτική Κοινότητα όσο και σε Θεολογικούς κύκλους.
Οι «μορφές» του ΜτΘ που προτάθηκαν ήταν οι εξής:
Α. ΜτΘ με ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
(προτάθηκε από την ΟΛΜΕ, τον Συνήγορο του Πολίτη, κ.α)
 Θέλει το ΜτΘ να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές επειδή:
1. ανταποκρίνεται στη νέα πραγματικότητα της σχολικής τάξης (μεγάλα ποσοστά    ετεροθρήσκων μαθητών, ετεροδόξων και θρησκευτικά αδιάφορων),
2. εξετάζει το θρησκευτικό φαινόμενο ως ιστορική και παρούσα πραγματικότητα,
3. διασφαλίζει τον ελεύθερο σχηματισμό οποιασδήποτε θρησκευτικής συνείδησης,
4. εγγυάται την απουσία απαλλαγών και τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος,
5. κατοχυρώνει τα εργασιακά δικαιώματα των θεολόγων εκπαιδευτικών.
Επισημαίνεται ότι με τον θρησκειολογικό προσανατολισμό του ΜτΘ δεν συμφωνεί κανένας θεολογικός χώρος στην Ελλάδα, σήμερα.
Β. ΜτΘ με ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
(προτάθηκε από την ΠΕΘ κ.α.)
Θέλει το ΜτΘ να παραμείνει ομολογιακού τύπου, διότι:
1. η πλειονότης των μαθητών του ελληνικού σχολείου είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί,
2. το ισχύον Ελληνικό Σύνταγμα αναφέρει την ύπαρξη «επικρατούσας θρησκείας»,
3. απόφαση του ΣτΕ (3356/1995) ορίζει ότι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών πραγματοποιείται σύμφωνα με τις αρχές της Ορθοδόξου Χριστιανικής Διδασκαλίας,
4. η Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη έχει διαμορφώσει καθοριστικά την πνευματική φυσιογνωμία της Ελλάδος,
5. σημαντικό ποσοστό γονέων επιθυμεί να λάβουν τα παιδιά τους θρησκευτική αγωγή στο σχολείο,
6. σημαντική μερίδα των αλλοδαπών μαθητών ενδιαφέρεται για την Ορθόδοξη Πίστη.
Γ. ΜτΘ με «ΑΝΟΙΧΤΟ» ή «ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ» ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
(προτάθηκε από τον Σύνδεσμο «Καιρός» κ.α)
Θέλει το ΜτΘ:
1. να είναι κοινή υποχρεωτική θρησκευτική εκπαίδευση για όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές επιλογές τους,
2. να δίνει έμφαση στον γνωσιοκεντρικό-παιδαγωγικό και όχι στον ομολογιακό-κατηχητικό του χαρακτήρα,
3. να εδράζεται στην ερμηνεία, στην κριτική και στον διάλογο,
4. να εγγυάται την βιωσιμότητά του στο μέλλον.
Αυτές είναι οι 3 μορφές-προτάσεις για το ΜτΘ που ήδη αποκρυσταλλώθηκαν αυτά τα χρόνια.
Λοιπόν, νομίζω ότι οφείλουμε πια να βγούμε από τα παραπάνω ερμητικά κλεισμένα σχήματα, όπως η γνωστή ψυχοσύνθεσή μας των Ελλήνων ύψωσε ως τείχη.
Χρειάζεται κυρίως εμείς, οι κληρικοί και οι θεολόγοι·
α. αντλώντας από την εμπειρία μας ως ποιμένες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας,
β. αφουγκραζόμενοι την σημερινή κοινωνική και θρησκευτική πραγματικότητα της Πατρίδος μας, και
γ. σεβόμενοι τις ευαισθησίες της σημερινής σχολικής τάξης και της εκπαιδευτικής διαδικασίας, να σκεφτούμε τα εξής:
  • Η προϊούσα από ετών εκκοσμίκευση απομάκρυνε τους νέους μας από τις θρησκευτικές μας παραδόσεις, ενώ η πολυπολιτισμικότητα έφερε νέες ηθικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προκλήσεις στη Χώρα μας. Έτσι δημιουργήθηκε η σημερινή κατά γενική ομολογία, «κρίση αξιών», στην ελληνική κοινωνία,  για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει όλοι να εργασθούμε υπεύθυνα.
  • Η σχολική τάξη αποτελεί σμικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας. Η πλειονότης των μαθητών του ελληνικού σχολείου είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, όμως σε αρκετές περιοχές της Πατρίδος μας οι αλλοδαποί μαθητές με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλάζουν σημαντικά την σύνθεση της σχολικής τάξης. Η ποικιλόμορφα διαμορφωμένη πρόταση για απαλλαγή από το ΜτΘ κάποιων μαθητών, έβγαλε από τις τάξεις κυρίως χριστιανόπουλα που ήθελαν να  «ελαφρυνθεί» το σχολικό τους Πρόγραμμα.
Για λόγους που αμέσως έμμεσα θα εξηγήσω, χρειάζεται να μην βγει το μάθημα από τα σχολεία μας, γι” αυτό,
Πρότεινα στην ΔΙΣ,
1. Να μην υιοθετήσουμε αυτούσια καμιά από τις παραπάνω ετικέτες των μορφών του ΜτΘ προκειμένου να μην εμπλακούμε σε ήδη διαμορφωμένες και πολωμένες απόψεις, αλλά να εργασθούμε για τον συγκερασμό των θετικών στοιχείων όλων των προτάσεων.
2. Να επισημάνουμε σε όσους επιμένουν να μεταβληθεί το ΜτΘ σε θρησκειολογία, ότι τότε θα καταστρατηγηθεί το δικαίωμα των ορθοδόξων μαθητών για Ορθόδοξη Χριστιανική μόρφωση. Οι Έλληνες γονείς θέλουν τα παιδιά τους να μάθουν την Ορθόδοξη Χριστιανική μας Πίστη και Παράδοση από το σχολείο.
Φυσικά, η Κατήχηση του λαού μας είναι κυρίως έργο δικό μας, των Επισκόπων και των Ιερέων και δεν έχουμε την πρόθεση να το  εκχωρήσουμε σε εκπαιδευτικούς.
3. Να επισημάνουμε σε όσους επιμένουν να μεταβληθεί το ΜτΘ σε ομολογιακό, ότι η προταθείσα εισαγωγή ενός εναλλακτικού μαθήματος για τους αλλοδαπούς, δεν είναι εφικτή στην εκπαιδευτική πραγματικότητα της Χώρας μας, επειδή προσκρούει σε πρακτικές δυσκολίες (σχολικές αίθουσες, συγγραφή πρόσθετων εγχειριδίων, εναρμόνιση με το σχολικό Πρόγραμμα). Εάν επιμείνουμε σ” αυτήν την πρόταση, τότε θα ωθήσουμε ως μοναδική λύση, την κατάργηση του ΜτΘ, που δεν συμφέρει στην ελληνική κοινωνία.
4. Να επιδιώξουμε, να είναι η Ορθόδοξη Θεολογία κέντρο του ΜτΘ χωρίς απαραίτητα η μεθοδολογία του μαθήματος να είναι «ομολογιακή».  Το σχολείο δεν μπορεί να απαιτεί την διατράνωση της Πίστεως των μαθητών επειδή η Πίστη δεν αξιολογείται εκπαιδευτικά ούτε βεβαίως μπορεί να βαθμολογηθεί.
5. Να ζητήσουμε, το ΜτΘ να εμφανίζει σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές το πολιτισμικό μέγεθος της Ορθοδόξου βιωτής καθώς αυτή διαποτίζει την ελληνική κοινωνία και είναι «αγαθό εν κινήσει». Ο αλλόθρησκος μαθητής στη χώρα μας, όπως θα διδαχθεί για τον Πλάτωνα, για την Αθηναϊκή Συμπολιτεία και τον Παρθενώνα, έτσι οφείλει να μάθει για τον Ιησού Χριστό, για την Ορθόδοξη Εκκλησία και την τέχνη της.
Κυρίες και Κύριοι,
Το «μυστικό» της εύστοχης και αποδοτικής διδασκαλίας του ΜτΘ δεν είναι ούτε το σχολικό εγχειρίδιο, ούτε το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα.
Είναι ο εκπαιδευτικός που το διδάσκει.
Εάν είναι πράγματι πιστός και καλλιεργημένος χριστιανός, δεν θα είναι ποτέ υποκειμενικός, ούτε αλαζονικός και θα θυμάται ότι η μεγαλύτερη αρετή της «κατά Χριστόν» ζωής, είναι η διάκριση.
Οπότε, χρειάζεται,
Να μην μετατρέπει το μάθημα σε «εκκοσμικευμένη ηθική» εξοβελίζοντας  τον μυσταγωγικό του χαρακτήρα. Μια τέτοια διδασκαλία θα είναι «φθηνή» για τα σημερινά παιδιά.
Να μην περιορίζει το μάθημα σε «Επιτομή Θρησκευτικής Εγκυκλοπαιδείας» αφήνοντας αναπάντητες τις υπαρξιακές αναζητήσεις των μαθητών.
Να δίνει την δυνατότητα σε αλλοδαπούς ετεροθρήσκους μαθητές να γνωρίσουν αφ’ ενός την δική τους θρησκευτική πίστη και αφ’ ετέρου την θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση της Χώρας που τους δέχτηκε και τους φιλοξενεί. (Για παράδειγμα, αν ένας πακιστανός πίνει τον καφέ του στην καφετέρια το απόγευμα της Μ. Παρασκευής και περάσει από μπροστά του η λιτανεία του Επιταφίου, οφείλει να ξέρει, τι σημαίνει αυτή η πομπή στη Χώρα αυτή που τον φιλοξενεί, για το λαό με τον οποίο συναναστρέφεται).
Να θέτει βάσεις για εποικοδομητικό διάλογο με το «διαφορετικό» που, ούτως ή ἀλλως, συζεί με το «οικείο». (Όταν στις γιορτές του Μπαϊραμιού και του Ραμαζανιού, δημοσιεύω ευχές στους συμπατριώτες μου μουσουλμάνους, οι θρακιώτες δεν παραξενεύονται. Με παρεξηγούν όμως οι δημοσιογράφοι των Αθηνών!)
Να καλλιεργεί τον διάλογο μεταξύ διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων και να μελετά αντικειμενικά τις σχέσεις τους με την «εξ αποκαλύψεως» Εκκλησία του Χριστού.
(Αγαπητοί μου, εάν η Ορθοδοξία σήμερα έχει ρόλο και λόγο, ας τον πει, ας τον βγάλει να κονταροχτυπηθεί στα μαρμαρένια αλώνια. Αν προσπαθήσει να τον επιβάλλει, τότε θα τον …πνίξει ή θα τον κρύψει «υπό τον μόδιον».
Να επωάζει στην τάξη το δημοκρατικό πνεύμα και την πνευματικότητα της Παιδείας, τουλάχιστον σε επίπεδο θρησκευτικότητος. Η Ορθοδοξία δεν φοβάται τις συγκρίσεις!
Να αναλύει το παγκόσμιο θρησκευτικό φαινόμενο και να αναδεικνύει τον οικουμενικό και επίκαιρο λόγο της Ορθόδοξης Θεολογίας και των άλλων χριστιανικών παραδόσεων. Τα παιδιά μας αύριο θα είναι στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αμερική, στην Αυστραλία. Πρέπει να ξέρουν τις εκεί πολιτιστικές παραδόσεις όπως αρύονται από τις εκεί θρησκείες.
Να διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες των μαθητών μέσα από μια νέα καθολική προσέγγιση της γνώσης, η οποία εξάλλου ήδη είναι οικεία σ” αυτούς από τους σύγχρονους διαύλους ενημέρωσης.
Να προσφέρει λόγο ελπίδας και πρόταση ζωής στο σημερινό ελληνόπουλο.
Να διανθίζει το κάθε θέμα του με Πατερικά Κείμενα που θα ενισχύουν το στόχο του.
Να παρουσιάζει και να ερμηνεύει την ποικίλη εκκλησιαστική τέχνη στους μαθητές.
     Κυρίες και Κύριοι,
Για την παραπάνω εισήγησή μου στην ΔΙΣ, άκουσα εις βάρος μου  και διάβασα πολλά!
Κάποιοι «δικαιολόγησαν» τις απόψεις μου και είπαν ότι οφείλονται στις βιωματικές εμπειρίες που διαθέτω από τον τόπο καταγωγής μου, που είναι και η Επαρχία, όπου με αξίωσε ο Χριστός να διακονώ.
Όμως, ακούστε με, σας παρακαλώ. Από τη Θράκη βλέπουμε το αύριο των Βαλκανίων και της Ευρώπης με περισσότερη οξυδέρκεια απ” ότι φαίνονται από την πλατεία Συντάγματος.
Κι επειδή λέμε ότι η Παιδεία του σήμερα, ετοιμάζει την ποιότητα της ζωής του αύριο, συνοψίζω, λέγοντας ότι το ΜτΘ, πρέπει:
Να παραμείνει στα Ελληνικά Σχολεία. Εάν λείψει ως επίσημο μάθημα, στο επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα, τότε το κενό αυτό της θρησκευτικής αναζήτησης των νέων μας, θα έρθει να καλύψει κρυφά, πλειάδα από παραθρησκείες και σέκτες, πολλές εξ αυτών που είναι σήμερα εκτός Νόμου στην Ευρώπη. Διδάσκοντες να είναι θεολόγοι των θεολογικών Σχολών μας, που όπως αυτή του ΑΠΘ που μας φιλοξενεί, έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα και αποδείξεις περί της υγιαινούσης διδασκαλίας της Ορθοδόξου θεολογίας μας. Και υγιαίνουσα διδασκαλία εννοώ την αντικειμενική, την ελεύθερη, την ανεκτική διδασκαλία.
Να διδάξει την Ορθόδοξη Πίστη ως βίωμα και ως θεωρία, ως νόημα και πρόταση ζωής.
Να εμφανίσει το Ορθόδοξο φρόνημα διαχρονικά στην ιστορική του διαδρομή ως πολιτιστικό μέγεθος.
Να παρουσιάσει το «εφικτόν» της «κατά Χριστόν» ζωής.
Να δοκιμάσει την αντοχή της Ορθόδοξης Θεολογίας στο σήμερα.
Να αγκαλιάσει χωρίς φανατισμό τους αλλοθρήσκους συμπατριώτες μας.
Εδώ να μου επιτρέψετε να ανοίξω μια παρένθεση: τον φανατισμό ενάντια στους αλλοθρήσκους δεν τον κλιμακώνει μόνο η οργανωμένη καταπίεση εναντίον τους. Κάποτε τον ακονίζει και η προνομιακή μεταχείρισή τους όταν αυτή είναι σε βάρος της πλειονότητος. Στη Θράκη οι μουσουλμάνοι (όσοι δεν είναι αιχμάλωτοι του Προξενείου), θεωρούν ως προστάτη τους τον Επίσκοπο της περιοχής τους. Και είμαστε. Αυτό επιβάλλει η ιδιότητά μας. Δεν θα επιτρέψω ποτέ σε χριστιανό να βλάψει μουσουλμάνο. Αύριο που η Ευρώπη θα αρχίσει θρησκευτικούς πολέμους ενάντια στο Ισλάμ, τότε να ξέρετε ότι εμείς θα πάρουμε το μέρος τους. Όμως, σήμερα, ως Χώρα κάνουμε λάθη!
Το ένα είναι παλαιό,  η Σαρία. Το δεύτερο είναι πρόσφατο, ο Νόμος περί των αυθαιρέτων των μουσουλμάνων πολιτών. Αυτοί οι διαχωρισμοί (άσκεπτοι ή μικροκομματικοί) δημιουργούν φανατισμό των χριστιανών ενάντια στους μουσουλμάνους και τον διαχωρισμό δεν τον κάνει ο Χριστιανός Προεστώς της περιοχής, αλλά το κομματικό Κράτος που δεν έχει υγιή εθνική πολιτική γραμμή για τον τόπο.
Να οργανώσει την σχολική τάξη σε εργαστήρι συνεργασίας και συνθέσεως απόψεων. Να προετοιμάσει στα παιδιά μας πλήρη εξάρτυση ώστε να βγουν στη λεωφόρο του αύριο, όπου τα οχήματα τρέχουν με τρελές ταχύτητες και αντοχές. Να μην βγουν ξυπόλυτα στ” αγκάθια. Θέλουμε η Ορθόδοξη Διδασκαλία, ως Πολιτισμός που διαποτίζει ακόμα και την αμαρτωλή πλευρά του ανθρώπου, κι όχι ως απολειφάδι του παρελθόντος, ούτε σαν νεκρό γράμμα, αλλά σαν πρόταση ζωής, να στηρίξει τον νέο του αύριο, ώστε το αύριο να μην τον καταπιεί, ούτε να τον εξακτινώσει, αλλά να τον καταστήσει ικανό να κρίνει, να συγκρίνει, τα ταξινομεί, να κατατάσσει, να επιλέγει το καλύτερο και το συμφέρον του, τόσο της ψυχής του όσο και του σώματός του, τόσο του προσωπικού όσο και του κοινωνικού.
Posted in Προτεινόμενες Ιστοσελίδες | Σχόλια κλειστά

Το συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά έκλεισε ο Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης

Σεβασμιώτατοι,
Κύριε βουλευτά,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Φίλες και φίλοι της αριστεράς,
Κυρίες και κύριοι
Αγαπητές φοιτήτριες και φοιτητές
O Thomas Eliot στα Τέσσερα Κουαρτέτα σημειώνει πως, «το τέλος μου είναι στην αρχή» και αμέσως μετά ότι, «στην αρχή μου είναι το τέλος». Μια παρατήρηση-δάνειο από τονΕκκλησιαστή, η οποία δηλώνει την ενότητα των πραγμάτων, αλλά και την προοπτική τους.
Αγαπητοί μου,
φθάσαμε στο τέλος. Θέλω να ελπίζω ότι θα σηματοδοτήσει μια νέα αρχή. Περάσαμε τα σύνορα. Βέβαια, εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, οφείλουμε να παρατηρήσουμε, πως τα σύνορα δεν είναι μια πραγματικότητα την οποία περνούμε μια φορά στη ζωή μας. Χρειάζεται προσπάθεια σκληρή και διάθεση ισχυρή προκειμένου να περνούμε καθημερινά τα σύνορα που χτίζει η εγωκεντρικότητά μας, ο κλειστός μας εαυτός και οι αμυντικές διαδικασίες του, που του απαγορεύουν να κοινωνήσει και να κοινωνηθεί.  Και το λέω αυτό διότι σε κάθε άλλη περίπτωση θα μοιάζουμε με τους πρωταγωνιστές από τοΜετέωρο Βήμα του Πελαργού, του μεγάλου μας κινηματογραφιστή του Θόδωρου Αγγελόπουλου, οι οποίοι: «Πέρασαν τα σύνορα για νά” ναι ελεύθεροι κι ήρθανε και ξαναστήσαν σύνορα εδώ, σ” αυτό το λασπότοπο, μικραίνοντας τον κόσμο…». Χθες, στην έναρξη, σημείωσα, ότι όταν ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια διοργάνωσης  του Συνεδρίου, ακόμη με τις πρώτες σκέψεις, πολλοί μας είπαν ότι αναλαμβάνουμε ως Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, ένα τεράστιο ρίσκο. Δεν είχαν άδικο. Τους απάντησα, όμως, ότι κατά Γρηγόριο Θεολόγο, «το θεολογείν αεί σχοινοβατείν». Και είναι σαφές πως αυτή η προσπάθειά μας αποτελεί εκούσια σχοινοβασία. Μια σχοινοβασία που μας βγάζει από τις βεβαιότητες μας –χωρίς αυτό να σημαίνει την εγκατάλειψή τους-, και επιτρέπει εδώ και τώρα τη συνάντηση και τη συμβολή. Τουτέστιν το λειτουργικό μας άπλωμα. Τη συγ-χώρηση σε τόπο κοινό, που μας χαρίστηκε. Άλλωστε, είναι προτιμότερο το καράβι να βυθιστεί στο πέλαγος της προσπάθειας, παρά στο ασφαλές λιμάνι της απροσπάθειας.
Θα ήθελα και εγώ με τη σειρά μου από αυτή τη θέση να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όλους σας, διότι με την παρουσία σας και τη συμμετοχή σας συμβάλλατε στην επιτυχία αυτού του Συνεδρίου. Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω την Οργανωτική Επιτροπή του Τμήματος μας, τους αναπληρωτές καθηγητές Νίκη Παπαγεωργίου και Χρήστο Αραμπατζή, τον επίκουρο καθηγητή Στέλιο Τσομπανίδη, τον λέκτορα Χρήστο Τσιρώνη και εξαιρέτως τον πρόεδρό της καθηγητή Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, για την εξαιρετική δουλειά που έκαναν.
Και τέλος να πω, πως αν μας αντέξει το σκοινί θα φανεί στο πέρασμα του χρόνου, στη διάρκεια της ιστορίας. Εκείνο που θελήσαμε ήταν απλά και μόνο να δώσουμε ένα δικαίωμα στην ελπίδα. Να είστε καλά. Όλα κατ’ ευχήν.
Posted in ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος εκπροσώπησε τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά

Θεωρώ χρέος μου και υποχρέωσή μου, να σας ενημερώσω ότι εις την επίσημο σημερινή έναρξη του παρόντος Συνεδρίου, στο οποίο και συμμετέχω, έχω την τιμή να εκπροσωπώ τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμο. Ο Μακαριώτατος, παρά την πρόθεσή του να συμμετάσχη αυτοπροσώπως στο Συνέδριο, ατυχώς δεν δύναται να είναι σήμερα μαζί μας εδώ, λόγω υπηρεσιακών αναγκών και πολλών άλλων εκτάκτων υποχρεώσεων στην πρωτεύουσά μας την Αθήνα. Μου ανέθεσε δε να μεταφέρω εις το παρόν Συνέδριο τις ειλικρινείς ευχές του για καλή επιτυχία στους φιλειρηνικούς σκοπούς και στις καλές προθέσεις των εμπνευστών του, και εις πάντας τους συμμετέχοντες εις αυτό, και τις πατρικές ευλογίες για ό,τι καλύτερο για την κοινωνία μας, την Εκκλησία μας και την Πατρίδα μας.
Από της πλευράς μου, ως επίσκοπος και Μητροπολίτης της ιστορικής Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, απευθύνω προς όλους τους φιλοξενουμένους και εντοπίους αξιοτίμους κυρίους και κυρίες, τους συμμετέχοντας στο Συνέδριο και στην παρούσα επίσημο έναρξη αυτού, την ευλογία της τοπικής Εκκλησίας μας, τον φωτισμό του αγίου Θεού, την προστασία της Παναγίας, του αγίου Δημητρίου τον ιερό ηρωισμό, και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά την σοφία, υπομιμνήσκω δε την μέχρι θυσίας φιλοπατρία των ηρώων του Μακεδονικού Αγώνος , που προετοίμασε τις νίκες των Ελλήνων το 1912-1913.
Η πρωτοβουλία για το παρόν Συνέδριο ανήκει στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, στην οποία ανταπεκρίθησαν παράγοντες ή πρόσωπα της Αριστεράς, έτσι ώστε να επιτευχθή ο τίτλος και το περιεχόμενο του αρχομένου Συνεδρίου «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ». Αυτός ο τίτλος εξένισε πολλούς. Καί κάποιοι εντεύθεν κακείθεν εξανέστησαν. Οι πλείστοι αδιαφόρησαν. Τελικώς πολλοί αναμένουν το αποτέλεσμα. Προσωπικώς πιστεύω στην «καλή καγαθή» διάθεση συγκεκριμένων προσώπων, που συνεζήτησαν και συνωμολόγησαν.
Επί τούτοις καταθέτω την προσωπική μου άποψη επί της ουσίας του προβλήματος. Η Εκκλησία «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2,4), σεβομένη το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας ενός εκάστου. Εάν ο άνθρωπος είναι πιστός στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη και ζη την ζωή της Εκκλησίας, η Εκκλησία δεν ερωτά και δεν ενδιαφέρεται ποιές είναι οι πολιτικές ή οι κομματικές απόψεις του καθενός.
Εάν υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι απορρίπτουν a priori την χριστιανική πίστη, ακυρώνουν το ιερόν Ευαγγέλιο και αρνούνται την παρουσία του Χριστού στη ζωή των για τα παρόντα και τα μέλλοντα, τότε η Εκκλησία οφείλει να τους καλή διαρκώς στην πίστη και στη μετάνοια. Εάν επιμένουν στην απιστία, και πάλιν η Εκκλησία σέβεται την επιλογή τους, αλλά και εκείνοι αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους.
Όταν προ είκοσι πέντε περίπου ετών εψηφίσθη η ισχύς του πολιτικού γάμου στη Χώρα μας, ήμουν ως Μητροπολίτης στην ωραία και ακριτική Αλεξανδρούπολη του Έβρου. Μετά την ισχύν του νόμου, ο πρώτος γάμος που έγινε στην Αλεξανδρούπολη ήταν από οικογένειες που ανήκαν στο ΚΚΕ. Αυτό θα πη ορθόδοξη χριστιανική πίστη και ζωή.
       Σεβασμιώτατοι, κυρίες και κύριοι,
Εμείς πιστεύομε ότι εντεύθεν του προμνησθέντος κόμματος, στην ευρύτερη ελληνική αριστερά της Χώρας μας, υπάρχει υψηλό ποσοστό Ελλήνων πολιτών, που πιστεύουν στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη και στην ορθόδοξη ελληνική παράδοση. Είναι οι ορθόδοξοι Χριστιανοί των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του δεκαπενταυγούστου, των Κυριακών, των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών, των βαπτίσεων και των γάμων.
Γι’ αυτούς τους λόγους οι ευθύνες της Εκκλησίας και της Αριστεράς είναι τεράστιες έναντι του Θεού και των ανθρώπων.
Posted in ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

Αρκαλοχωρίου Ανδρέας: «Σχέσεις Εκκλησίας και αριστεράς στην Ελλάδα μεταξύ του 20ου και 21ου αιώνα»

Αποσπάσματα από την εισήγηση του Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάνου Ανδρέα (Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ) στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά
Βέβαια στον 20o αιώνα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ήταν σύνηθες το φαινόμενο στους προσφυγικούς κυρίως εργατοαγροτικούς πληθυσμούς, όπου από το υστέρημα των οι πιστοί, ύψωναν περίφημους και περίτεχνους ναούς, που κατακλύζονταν σε όλη τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους από πιστούς προσευχόμενους, νηστεύοντες, εξομολογούμενους, μεταλαμβάνοντες των αχράντων μυστηρίων, ήταν σύνηθες το φαινόμενο, οι άνθρωποι αυτοί να ψήφιζαν και με τη ψήφο τους να στήριζαν την αριστερά και μάλιστα με μεγάλα ποσοστά.
Του λόγου το αληθές, για την εκλογική σχέση αυτών των πιστών ανθρώπων με την αριστερά, θα μας επιβεβαίωνε μια ανάλυση εκλογικών αποτελεσμάτων, όπως για παράδειγμα των εκλογών του 1958. Όταν και τότε η αριστερά με τον Γιάννη Πασαλίδη αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό 24,42 και 60 βουλευτές, ενώ εξελέγη κυβέρνηση Καραμανλή με 41,16 και 171 βουλευτές, η δε παράταξη του κεντρώου χώρου εξέλεξε 36 βουλευτές. Για την ενίσχυση της αριστεράς από χριστιανούς, πιστούς και αφοσιωμένους στην Εκκλησία και για τον προβληματισμό που δημιουργούσε το γεγονός, αναφέρθηκε το 1975 σε άρθρο του ο Χρήστος Γιανναράς:
«Συνάντησα φέτος σε κάποιο νησί ένα γέρο ψαρά, που στην πρώτη κουβέντα, όπως το κάνουμε ακόμα συχνά στην Ελλάδα, μου είπε με λίγα λόγια ολόκληρη τη ζωή του. Ήταν «αριστερός» κι αυτή η απλή λέξη σήμαινε γι΄ αυτόν τον άνθρωπο, όπως και για χιλιάδες άλλους σαν κι αυτόν στον τόπο μας, μια ολόκληρη ζωή αφάνταστα ταλαιπωρημένη και βασανισμένη. Τριάντα τόσα χρόνια τώρα, με αδιάκοπες συλλήψεις…. Και δεν ήταν ποτέ «οργανωμένος», ποτέ παράνομος. Ήταν ένας απλός «ιδεολόγος» της Αριστεράς, που δεν θέλησε ποτέ να κρύψει τις πεποιθήσεις του. Και του ζήτησα να μου πει το λόγο, γιατί να είναι αριστερός, γιατί να προτιμήσει αυτή τη βασανισμένη ζωή, αυτό το τόσο σκληρό τίμημα. Η απάντηση του ήταν καθαρή και ίσια και ανεπιτήδευτα αυθόρμητη: «Για τη Δικαιοσύνη, παιδί μου. Για να μη πλουταίνει ο πλούσιος σε βάρος του φτωχού, για να χαιρόμαστε όλοι δίκαια του Θεού τα δώρα». Επίσης ο π. Γεώργιος Καψάνης, Ηγουμένος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, με την ίδια διάθεση και αιτιολογία έγραψε για τη μικρασιάτισα γιαγιά, αριστερή ψηφοφόρο του Πειραιά.
Η Εκκλησία, στη συνέχεια, αδίκως, ίσως και συνειδητά, κατηγορήθηκε από την αριστερά και όχι μόνο για συνεργασία της με τη διδακτορία. Όμως λησμονούμε ή αποσιωπούμε ότι από τις πρώτες πράξεις της διδακτορίας του 1967 ήταν ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του κανονικού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου Χατζησταύρου, με πλειάδα άλλων αρχιερέων, μεταξύ των οποίων και ο ξεχωριστός ιεράρχης της Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Παπαγεωργίου. Στις θέσεις τους τοποθετήθηκαν από την τότε κρατούσα κατάσταση πρόσωπα των χριστιανικών οργανώσεων, που έθεσαν την Εκκλησία στην υπηρεσία του καθεστώτος. Κατά τους χρόνους της μεταπολίτευσης η Εκκλησία πορεύτηκε με διάκριση, διακριτικότητα και χωρίς ακραίες συμπεριφορές έναντι των εκλεγμένων δημοκρατικών κυβερνήσεων του Ελληνικού λαού.
Σήμερα, μέσα στην οικονομική κρίση η Εκκλησία και πάλι, με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, και τους άλλους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχει αναλάβει και επωμίζεται στην Ελληνική επικράτεια, το μείζον μέρος της κοινωνικής πρόνοιας με τα συσσίτια, τα κοινωνικά ιατρεία, τα κοινωνικά φαρμακεία, τις διανομές των δεμάτων. Και το κάνομε με επίγνωση του χρέους μας.
Η σχέση της Εκκλησίας με την Αριστερά στον 20ο αιώνα ήταν διαφορετική από αυτή του 21ου αιώνα. Η Εκκλησία νυν και αεί είναι η αποκάλυψη του μυστηρίου του Θεού στον άνθρωπο. Στον κάθε άνθρωπο του όποιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος ή σχήματος, μέσα στο οποίο, διά της Εκκλησίας στην αγιαστική του πορεία ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον έσω άνθρωπο. Η πορεία και ο στόχος της αγιότητας μέσα από την αποκάλυψη του μυστηρίου του Θεού είναι ο σκοπός, ο στόχος και ο προορισμός της Εκκλησίας και του πιστού ανθρώπου. Παράλληλα, η Εκκλησία σ’ αυτή την αγιαστική επίγεια πορεία της διακονεί και θεραπεύει σύνολες τις ανάγκες του ανθρώπου. Δεν στέκεται ανάλγητα ή αδιάφορα προς τον πάσχοντα, από τα εξουσιαστικά και άλλα ανθρώπινα πάθη, καλό Σαμαρείτη της ευαγγελικής περικοπής. Με ευλάβεια ιορδάνια κύπτει τον αυχένα στην εσχατολογική προοπτική της ευαγγελικής περικοπής «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε».
Διαβάστε το πλήρες κείμενο παρακάτω:
Posted in ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

Ανέχεια και ρατσισμός ενώνουν Εκκλησία και Αριστερά – Εφημερίδα Ελευθεροτυπία

Ιστορικό βήμα χαρακτήρισε το συνέδριο στον χαιρετισμό του ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Δημήτρης Βίτσας. Τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα γίνονται αιτία να «γνωριστούν» καλύτερα Εκκλησία και Αριστερά. H φτώχεια, η ανέχεια, η ανεργία, είναι ζητήματα για τα οποία οι δύο πλευρές έχουν κοινές απόψεις και στα οποία θα μπορούσαν να συνεργαστούν. Αυτό προέκυψε από τις δύο ημέρες του συνεδρίου «Εκκλησία και Αριστερά», που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη με πρωτοβουλία του Τμήματος Θεολογικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και σε συνεργασία με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας, στην αίθουσα τελετών της Παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
Διαβάστε το άρθρο στην ιστοσελίδα της Ελευθεροτυπίας:
Posted in ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. H εισήγηση του Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Παύλου στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά

Ευχαριστούμε θερμά την Μητρόπολη Σισανίου και Σιατίστης που μας έστειλε  άμεσα το κείμενο του Σεβασμιωτάτου. Ευχαριστίες επίσης οφείλουμε στον δημοσιογράφο του Amen.gr κ. Νίκο Παπαχρήστου που το επεξεργάστηκε και μας το παραχώρησε ευγενικά από την ιστοσελίδα: http://www.amen.gr/article12115
1. Το μεταναστευτικό πρόβλημα
Το θέμα της παρούσης εισηγήσεως αφορά το μεταναστευτικό πρόβλημα. Θέλω λοιπόν να δηλώσω από την αρχή ότι το Μεταναστευτικό Πρόβλημα δεν αφορά την Εκκλησία. Το μεταναστευτικό πρόβλημα αφορά την Πολιτεία και η επίλυσή του είναι δική της ευθύνη, πολλώ μάλλον γιατί είναι εκείνη κυρίως υπεύθυνη για την δημιουργία του και τον εκτροχιασμό του.
Εγώ  σαν πολίτης αυτής της χώρας έχω την απαίτηση η Πολιτεία να είναι σοβαρή και υπεύθυνη. Να αντιμετωπίζει τα προβλήματα έγκαιρα, να τα προλαμβάνει και προ παντός να μην εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Να μην χρησιμοποιεί τους ανθρώπους σήμερα και μάλιστα για λόγους ευτελείς, για να τους πετάξει αύριο, όταν δεν τους χρειάζεται, σε κάποιες χωματερές ανθρώπων. Σαν πολίτη με ενδιαφέρουν οι ευθύνες της Πολιτείας για την δημιουργία, εξέλιξη και σημερινή κατάσταση του Μεταναστευτικού Προβλήματος. Θέλω να ξέρω αν χρησιμοποίησε σε κάποια στιγμή τους μετανάστες σαν εκλογική πελατεία και σήμερα τους κυνηγάει. Θέλω να ξέρω αν πήρε χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα τους και τα χρησιμοποίησε αλλού. Δεν ξέρω, αλλά θέλω να ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει.
2.Ο μετανάστης
Είπα στην αρχή ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι ευθύνη της Πολιτείας να το αντιμετωπίσει. Όμως πίσω από  την ταμπέλα “μεταναστευτικό πρόβλημα” κρύβονται  άνθρωποι. Και αν το πρόβλημα είναι ευθύνη της Πολιτείας να το αντιμετωπίσει, ο μετανάστης σαν πρόσωπο νοιώθω ότι είναι και δικό μου θέμα. Είναι θέμα της Εκκλησίας, γιατί η Εκκλησία είναι κοινωνία προσώπων, είναι θέμα δικό μου σαν ποιμένος  μιας Εκκλησίας που τονίζει την μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου, είναι θέμα δικό μου ως προσώπου, αφού το πρόσωπο είναι γεγονός σχέσης, από την οποία σχέση δεν αποκλείονται οι μετανάστες.
Για τους λόγους αυτούς, έχω λόγο για τον άνθρωπο-μετανάστη, οφείλω να έχω λόγο, αφού για μένα σαν ποιμένα, ο μετανάστης μπορεί να αποκαλυφθεί ως ο ελάχιστος αδελφός του Χριστού, ως ο ξένος τον οποίο πρέπει να φροντίσω και η στάση μου απέναντι του θα κρίνει την ποιότητα της σχέσης μου με τον Χριστό. Ο μετανάστης είναι πρόκληση για την γνησιότητα της ιερατικής, χριστιανικής, και ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας μου και τούτο γιατί εγώ πέρα από κάθε άλλον γνωρίζω ότι το μέτρο της ανθρώπινης αξίας είναι η Ενανθρώπιση του Θεού.  Γιατί περισσότερο από κάθε άλλον οφείλω να θυμάμαι ότι αυτός ο μετανάστης μπορεί να είναι ένας από αυτούς που θα έλθει από ανατολών και δυσμών και θα ανακληθεί στην Βασιλεία του Θεού και εγώ ως υιός της Βασιλείας να μείνω απ έξω. Ο λόγος και η πράξη του Χριστού δεν αφήνουν περιθώρια για την όποια διαπραγμάτευση αυτής της αλήθειας. Δεν μπορούμε να διαπραγματευθούμε αυτήν την αλήθεια στο όνομα κανενός εθνικισμού, η οποιουδήποτε άλλου “-ισμού”.
Ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος είναι κατ” εικόνα Θεού δημιουργημένος. Δεν είναι ένα ωραίο ζώο για το οποίο διεκδικούμε λίγο περισσότερο σανό, αλλά ένα πρόσωπο που έχει κληθεί να υπερβεί την θνητότητα του και να γίνει μέτοχος της Θείας ζωής. Το όραμα της Εκκλησίας είναι “μία ποίμνη, Εις ποιμήν”. Και σε αυτή την ποίμνη χωράνε όλοι ακόμη και οι μετανάστες. Είναι μια κοινωνία όπου  όλοι αλληλοπεριχωρούνται εν αγάπη, όπου ο άλλος είναι η χαρά μου και όχι η κόλασή του.
3.Ποιός είναι ο μετανάστης
Θα ερωτήσει κάποιος. Για ποιόν μετανάστη μιλάμε; Για τον κάθε μετανάστη, και τον καλό και τον κακό. Για τον άνθρωπο και όπως διαμορφώθηκε μέσα στις συνθήκες της ζωής που έζησε. Ο καθένας είναι πρώτα άνθρωπος, μέτοχος της κοινής των ανθρώπων φύσεως. Ο καθένας είναι ένα πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Ο κάθε άνθρωπος για τον Θεό είναι μοναδικός. Ελάτε λοιπόν τώρα να δούμε τον συγκεκριμένο άνθρωπο και να τον αντιμετωπίσουμε. Να τον γνωρίσουμε πρώτα. Να βρούμε τον τρόπο να επικοινωνήσουμε μαζί του. Να αντιμετωπίσουμε τα πρώτα άμεσα προβλήματα του. Να του εξηγήσουμε τους όρους και τις συνθήκες της κοινής ζωής όλων μας. Να σταθούμε και να τον κάνουμε να σταθεί και αυτός με ευθύνη απέναντι στην ζωή του, απέναντι στη ζωή μας απέναντι και στην παραβατικότητα του. Όλα αυτά προϋποθέτουν υπεύθυνο κράτος, συνεργαζόμενο κράτος, κράτος έτοιμο να αντιμετωπίσει προβλήματα. Ουδείς αντιλέγει ότι και το πλήθος και  η ποιότητα των ξένων που ευρίσκονται στη χώρα μας και μάλιστα σε μια εποχή σαν την σημερινή δεν είναι ένα τεράστιο πρόβλημα. Τα προβλήματα όμως είναι για να επιλύονται και όχι για να χρονίζουν και να σαπίζουν.
Βέβαια σε καμία περίπτωση λύση δεν είναι ένας σύγχρονος άλλου τύπου Καιάδας, λύση δεν είναι οι χωματερές ανθρώπων. Από την άλλη πλευρά οι μετανάστες δεν είναι ούτε ένα θέμα για εύκολη ρητορεία, ούτε για αδάπανη προοδευτικότητα. Είναι εύκολο να μιλάμε για το φαγητό του μετανάστη, ποιoς όμως είναι εκείνος που του μαγειρεύει για να τρώει; Με την θεωρητική συμπαράσταση δεν χορταίνεται η πείνα του, με την καθημερινή διακονία της αγάπης και της προσφοράς ανακουφίζεται. Οι μετανάστες που ο καθένας έχει τη δική του ιστορία και που είναι σημαντικό να αναζητήσουμε τους λόγους που τους οδήγησαν στον τόπο μας δεν είναι το πτώμα του Έκτορα που το διεκδικούν οι Τρώες και οι Δαναοί, ο καθένας για δικό του όφελος, αλλά είναι η καθημερινή ζωή συγκεκριμένων ανθρώπων που χρειάζεται αντιμετώπιση. Τελικά οι μετανάστες, οι δικοί μας και οι άλλοι είναι η ένδειξη της χρεοκοπίας και του κυνισμού μιας παγκόσμιας κοινωνίας βουτηγμένης στην υποκρισία και την διαφθορά. Η ένδειξη της χρεοκοπίας ενός πολιτισμού που υποσχέθηκε με τη δύναμη της τεχνικής και της γνώσης να κάνει τον κόσμο παράδεισο και τον έκανε κόλαση.
4.Τι είναι για την Εκκλησία ο Μετανάστης
Ο τρόπος ζωής της Εκκλησίας είναι ο τρόπος ύπαρξης του Τριαδικού Θεού. Ο ένας κατά την ουσία και τριαδικός κατά τις υποστάσεις Θεός είναι Αγάπη. Δεν ΕΧΕΙ, αλλά ΕΙΝΑΙ αγάπη. Ο κατ’εικόνα Θεού δημιουργημένος άνθρωπος είναι ένας κατά την φύση και πολλαπλούς κατά τις υποστάσεις-πρόσωπα. Στόχος είναι ο άνθρωπος, ο κατ’αυτόν τον τρόπον υπάρχων να ΕΙΝΑΙ και εκείνος Αγάπη.
Είναι πολύ χαρακτηριστικές μερικές επισημάνσεις από το Ευαγγελικό κείμενο και την πατερική παράδοση.
Ο Θεός είναι αγάπη!
Εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων ΕΜΟΙ εποιήσατε!
Ήμουν ΞΕΝΟΣ και συνηγάγετέ με!
Είδες τον Αδελφό σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου!
Ο Άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος δεν μας αφήνει περιθώρια ψευδαισθήσεων: «Αυτός που λέει  ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον αδελφό του είναι ψεύτης! Πως μπορείς να αγαπάς τον Θεό που δεν τον είδες και να κακοποιείς τον αδελφό σου που τον βλέπεις καθημερινά;» (Α Καθολ. Ιωάννου δ, 20).
Μέσα λοιπόν από αυτή την προοπτική ο μετανάστης είναι και αυτός άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι και την ίδια στιγμή είναι ένας εμπερίστατος άνθρωπος που κάτω από δύσκολες συνθήκες εγκατέλειψε την πατρίδα του αναζητώντας μια καλύτερη ζωή και ακόμη ένα θύμα όσων εμπορεύονται ανθρώπινες υπάρξεις προς ίδιον όφελος.
Δεν επιχειρώ να αγιοποιήσω τον μετανάστη, αλλά δεν δέχομαι ότι αυτός είναι παιδί ενός κατώτερου Θεού. Εάν καυχώμεθα για τον δικό μας πολιτισμό και την δική μας πίστη, οφείλουμε όλα αυτά να τα αποδεικνύουμε στην πράξη και στην καθημερινότητα και όχι να τα επικαλούμεθα φαρισσαϊκά. Χαίρομαι που η Εκκλησία μας καθημερινά διακονεί όλους εκείνους που φθάνουν στην πόρτα της. Χαίρομαι για όλους εκείνους που διακονούν τους εμπερίστατους αδελφούς μας εντοπίους και μετανάστες και μαγειρεύουν καθημερινά για χάρη τους. Χαίρομαι γιατί ο λαός παρά τις δυσκολίες του δεν έχασε την αρχοντιά του και μοιράζεται το πιάτο του με άλλους.
Είπα προηγουμένως ότι δεν επιχειρώ να αγιοποιήσω τον μετανάστη. Στο μέτρο που ο μετανάστης η και ο ντόπιος παρανομεί πρέπει να έχει απέναντι του μια Πολιτεία που θα επιβάλλει προς κάθε κατεύθυνση το νόμο και τη δικαιοσύνη και δεν θα είναι παράλυτη και ανίκανη στην αντιμετώπιση τους, ώστε να παρέχει την ευκαιρία σε κάθε είδους σαπρόφυτα να την αντικαθιστούν.
5.Αδιαπραγμάτευτη για την Εκκλησία η αξία του ανθρώπινου προσώπου.
Εάν υπάρχει κάτι που πρέπει να το πούμε πολύ καθαρά είναι ότι για την Εκκλησία είναι αδιαπραγμάτευτη η αξία του ανθρώπινου προσώπου. Είπα και στην αρχή ότι το μέτρο αυτής της αξίας είναι η Ενανθρώπιση του Θεού. Το ότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος φανερώνει την μοναδικότητα και την αξία του ανθρώπου. Εάν αυτό το μέτρο χαθεί τότε τι μένει σαν μέτρο της ανθρώπινης αξίας; Τότε τι είναι ο άνθρωπος; Είναι ένα ωραίο ζώο που διεκδικούμε γι’αυτόν περισσότερο σανό η τελικά ένα σωρό από σκουπίδια; Όταν αρνούμεθα την θεία καταγωγή του ανθρώπου και το θεοειδές του ανθρώπινου προσώπου μήπως προσφέρουμε ένα ιδανικό ιδεολογικό στήριγμα στην εκμετάλλευση του ανθρώπου και τον ευτελισμό του; (Ο διάλογος στην Ξάνθη). Η ιστορία απέδειξε ότι όπου η πίστη στο Θεό πολεμήθηκε το τελικό θύμα και στόχος ήταν ο άνθρωπος. (Μαντούδι: μέτρον πάντων άνθρωπος η ο Θεάνθρωπος).
6.Τα προβλήματα δεν λύνονται εναντίον της αληθείας, αλλά με βάση την αλήθεια
Είπα και προηγουμένως ότι το μεταναστευτικό είναι όντως ένα πρόβλημα το οποίο χρειάζεται να μελετηθεί με σοβαρότητα. Τα προβλήματα δεν λύνονται εναντίον της αληθείας, αλλά με βάση την αλήθεια. Εν προκειμένω η αλήθεια είναι η μοναδικότητα του ανθρώπου, που σημαίνει ότι μια λύση του προβλήματος δεν μπορεί να παραθεωρεί αυτή την αλήθεια. Με ρώτησαν γιατί αντέδρασα στην δημιουργία κέντρου μεταναστών στην περιφέρεια της Μητροπόλεως μου. Η απάντηση βέβαια υπάρχει μέσα στο κείμενο μου, αλλά οι άνθρωποι προσέχουν μόνο ότι τους συμφέρει. Ο λόγος λοιπόν της άρνησης ήταν ότι αυτό το στρατόπεδο θα ήταν ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, μια χωματερή ανθρώπων, αφού δεν είχε καμμία υποδομή ανθρώπινης διαβίωσης, αφού θα συνιστούσε μια αθλιότητα ασυμβίβαστη με τον πολιτισμό και την παράδοση μας. Είπα ακόμη ότι αν σ’αυτούς τους ανθρώπους εξασφαλίσετε ανθρώπινη διαβίωση έρχομαι και εγώ να τους υπηρετήσω. Μπορούμε λοιπόν όλοι να συνεργασθούμε με την ευθύνη της Πολιτείας και να αναζητήσουμε τον τρόπο της αντιμετώπισης.
7.Οι μετανάστες Έλληνες και οι  μετανάστες σήμερα
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι πολλοί από τους Έλληνες στο παρελθόν υπήρξαν μετανάστες κάποιοι και λαθρομετανάστες. Η Ομογένεια όπου γης η οποία διαπρέπει σήμερα στους χώρους που εγκαταστάθηκε ήταν οι μετανάστες του χθες. Είναι σημαντικό επίσης να θυμόμαστε πόσο ενοχληθήκαμε όταν πριν από μερικά χρόνια οι νεοναζί στη Γερμανία κακοποίησαν συμπατριώτες μας. Εάν οι χθεσινοί δικοί μας μετανάστες είναι σήμερα καταξιωμένοι στις καινούριες πατρίδες τους, είναι γιατί συνάντησαν άλλη συμπεριφορά και άλλη αποδοχή από αυτήν που συναντάνε οι δικοί μας μετανάστες σήμερα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν και κακοποιά στοιχεία, για τα οποία όμως οφείλει η Πολιτεία να τα αντιμετωπίσει. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι η πείνα και η ανέχεια οδηγούν πολλές φορές στην παραβατικότητα. Θα κρατώ πάντα στην μνήμη μου και στην καρδιά μου την αγάπη, το ενδιαφέρον και την στοργή με την οποία αντιμετώπισε τους πρώτους μετανάστες από την Αλβανία η Ενορία της πατρικής μου κατοικίας υπό την φωτισμένη ποιμαντική διακονία ενός σημερινού φωτισμένου Επισκόπου. Τους αντιμετώπισαν με στοργή και αγάπη. Με ενδιαφέρον για τα προβλήματα τους και την συμπαράσταση στις δυσκολίες τους. Σήμερα είναι εγκατεστημένοι στην πατρίδα τους και η τυχόν επίσκεψη του ταπεινού και τότε και σήμερα ιερωμένου είναι γι’αυτούς αφορμή γιορτής. Όπως και θα θυμάμαι τα δύο θύματα από την ευρύτερη οικογένεια μου τα οποία πρόσφεραν αγάπη και αντιμετώπισαν την κακοποίηση και το θάνατο από τους ευεργετηθέντες.
8.Ποιοί είναι οι Έλληνες και ποιοί είναι Έλληνες
Υπάρχουν όμως κάποιοι που θεωρούν τους εαυτούς τους πιο Έλληνες από τους άλλους και οι οποίοι στο όνομα της Ελλάδος επιχειρούν με βίαιο τρόπο να εξοντώσουν όποιον δεν είναι Έλληνας. Μπήκαν κάποια στιγμή σε ένα κατάστημα και στην αγωνιώδη παρατήρηση του φιλήσυχου καταστηματάρχη ότι είναι Έλληνας η απάντησή τους ήταν ότι δεν υπάρχουν μαύροι Έλληνες και του διέλυσαν το κατάστημα. Αλήθεια λοιπόν, ποιοί είναι Έλληνες;
Οι πρόγονοι μας είχαν πει «Έλληνες εισί οι της παιδείας της ημετέρας μετέχοντες». Αλήθεια ποιάς παιδείας είναι μέτοχοι οι της Χρυσής Αυγής ; Μπορεί αυτός που βεβαιώνει ότι στο ιατρείο μας «ασφαλώς και ΔΕΝ θα φροντίσουμε το παιδί ενός μετανάστη» να έχει ελληνική παιδεία; Πόσο σχέση έχει αυτός και οι όμοιοι του με την Αντιγόνη που λέει στον Κρέοντα «γεννήθηκα για να αγαπώ και όχι για να μισώ»! και με Εκείνον που είπε «αγαπάτε τους εχθρούς ημών;»
9.Γιατί είπα ότι η ιδεολογία της Χ.Α είναι ασυμβίβαστη με την Ορθόδοξη Πίστη
Πρώτον: Γιατί ο Χριστός σταυρώθηκε για τους ανθρώπους, και δεν σταύρωσε τους ανθρώπους.
Δεύτερον: Γιατί ο Θεός είναι ΑΓΑΠΗ, αγάπη που στρέφεται επί αγαθούς και πονηρούς.
Τρίτον: γιατί η ιδεολογία της Χ.Α είναι ο παγανισμός και όχι η Ορθόδοξη χριστιανική πίστη
Τέταρτον: γιατί η Εκκλησία σιτίζει όλους ανεξαίρετα τους αναγκεμένους ανθρώπους και όχι μόνο τους Έλληνες.
Πέμπτον: Γιατί η Εκκλησία είναι του Χριστού και όχι μια Εθνική Εκκλησία.
Έκτον: Γιατί τον Χριστό  η «χρυσή αυγή» τον διώκει, τον προσβάλλει και τον εξευτελίζει καθημερινά και το πράττει στα πρόσωπα, των προσφύγων, των μεταναστών ακόμα και των παιδιών.
Έβδομον: Γιατί ο Χριστός είπε: «εφόσον εποιήσατε, ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε;» Δεν είναι λοιπόν ο άνθρωπος εικόνα του Χριστού όποιος και εάν είναι; Δεν είναι ένας μετανάστης, ένας πρόσφυγας, ελάχιστος αδελφός του Χριστού; Δεν είναι ο «πλησίον» της Παραβολής του Καλού Σαμαρείτη; Σύμφωνα λοιπόν με την χρυσαυγίτικη αντίληψη θα έπρεπε ο Σαμαρείτης βλέποντας τον πληγωμένο Ιουδαίο να τον πετάξει στα σκουπίδια, τότε θα ήταν «καλός».
Όγδοον: Θέλω λοιπόν να επαναλάβω ότι κάθε εναγκαλισμός και χάιδεμα χριστιανού η πολύ περισσότερο ιερωμένου προς την Χρυσή Αυγή δείχνει μπέρδεμα φρικτό και ακύρωση της πίστης. Κανείς δεν μπορεί να παίζει «εν ου παικτοίς». Ο λόγος του Θεού έχει απόλυτο και αιώνιο κύρος. Είναι άλλο το θέμα των προσφύγων και των προβλημάτων που μια ανίκανη πολιτική ηγεσία άφησε να δημιουργηθούν και άλλο η απόλυτη αξία του ανθρώπινου προσώπου. Δεν θα ακυρώσουμε την αλήθεια του Θεού για να λύσουμε τα προβλήματα μας. Αντιθέτως τα προβλήματα δημιουργήθηκαν γιατί την αλήθεια του Θεού την αντικαταστήσαμε με την αλαζονεία μας και την επιπολαιότητα μας. Η άκρη του κουβαριού είναι του Χριστού το θέλημα και όχι οι αυθαιρεσίες και οι εξυπνάδες των ανθρώπων!
10. Φίλοι της Αριστεράς
Ένα τελευταίο λόγο σε όλους εσάς, φίλοι της Αριστεράς. Έζησα 25 χρόνια στο Μαντούδι της Εύβοιας όπου τα τότε μεταλλεία Σκαλιστήρη. Είναι μια μοναδική εμπειρία για μένα αυτά τα χρόνια γιατί γνώρισα από πρώτο χέρι και την ειλικρίνεια αλλά και την καλπιά όσων ήσαν η φορούσαν το μανδύα του «προοδευτικού». Με όσους αληθινά ήσαν, συνεργαστήκαμε υπερασπίζοντας το ανθρώπινο πρόσωπο. Έχω λοιπόν μια εμπειρία πολύτιμη. Εκείνα τα χρόνια ήταν και οι αγώνες για το κτήμα του Μπαίκερ που δεν το ξέρετε, αλλά η Εκκλησία ήταν η ψυχή τους. Ακούγοντας κάποιος από τους τότε παράγοντες την τοποθέτηση μου είπε ενώπιον όλων «εγώ δεν μπορώ να πάω πιο πέρα από τον Παπα-Παύλο» και μου ζήτησε να ομολογήσω ότι ανήκω στο δικό του πολιτικό χώρο. Χαμογέλασα και του είπα: «Δεν το λέω, γιατί δεν ανήκω. Και δεν ανήκω γιατί αν γίνω αυτό που είσαι εσύ, θα φτωχύνω. Ζώντας μέσα στην Εκκλησία νοιώθω πληρότητα. Νοιώθω ότι ανήκω σε όλους και μου ανήκετε όλοι. Μόλις προηγουμένως δήλωσες ότι σε περιέχω, αλλά βλέπεις ότι και σε ξεπερνώ.
Φίλοι της Αριστεράς,
μήπως μείνατε πίσω αγκριστρωμένοι στην δογματική μαρξιστική αντίληψη για την Θρησκεία, χωρίς να προβληματιστείτε, πότε, με ποιές προϋποθέσεις και ποιά θρησκεία είχε υπ’όψη του, όταν είπε ὅ,τι είπε ο Μαρξ; Μήπως δεν ακούσατε τον Αλβέρτο Καμύ που όταν μελέτησε «την Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας» του Βλαδίμηρου Λόσκυ είπε πολύ χαρακτηριστικά: «τώρα μπορούμε να μιλήσουμε με τους χριστιανούς»; Μήπως δεν ακούσατε τον Σάρτρ να κηρύττει τον θάνατο του Θεού λέγοντας «φέρτε μου ανθρώπους πολλούς, πάνω μου, γύρω  μου, για  να  μου  κρύβουν  τον  ουρανό»  και αργότερα να ομολογεί: «σκότωσα το Θεό γιατί νόμιζα ότι με χώριζε από τους ανθρώπους, αλλά ο θάνατος Του έκανε τελεσίδικο αυτό τον χωρισμό» για να καταλήξει στην φρικτή δήλωσή του «οι άλλοι είναι η κόλαση μου»; Μήπως πρέπει να προβληματισθείτε για τον αν η δογματική αθεΐα που απογυμνώνει τον άνθρωπο από την οντολογική του θεοείδια, αποτελεί το ισχυρότερο ιδεολογικό όπλο για την εκμετάλλευση του ανθρώπου; Μήπως και εμείς πρέπει να ξεπεράσουμε το φόβο το δικό σας και εσείς να ξεπεράσετε το φόβο ότι απειλείσθε από ένα Θεό που με την αγάπη Του και την θυσία Του καταξιώνει όσο τίποτε άλλο το ανθρώπινο πρόσωπο;
Σας ευχαριστώ.
Posted in ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

Συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά»: Ιστορικό βήμα με στόχο την εκκίνηση διαλόγου – Η Αυγή online

Κάθε άλλο παρά καχύποπτο και συγκρουσιακό ήταν το κλίμα που επικράτησε χθες στο αμφιθέατρο της παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής, όπου διεξάγεται το επιστημονικό συνέδριο που διοργάνωσε η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ για τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Αριστερά. Συνέδριο που δέχτηκε επικρίσεις από ορισμένους ιεράρχες και, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, δεν είναι καθόλου αρεστό στα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα, που μέχρι σήμερα χρησιμοποιούν (και) την Εκκλησία προς άγραν ψήφων.
Στόχος, σύμφωνα με τους διοργανωτές του συνεδρίου, είναι η εκκίνηση ενός διαλόγου. Οι δύο πλευρές καλούνται να καταθέσουν τις απόψεις τους και τις θέσεις τους για μια σειρά ανοικτών θεμάτων και να καταγράψουν συγκλίσεις και αποκλίσεις. Το βέβαιο είναι ότι το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη εκδήλωση ήταν μεγάλο, αφού το αμφιθέατρο ήταν γεμάτο από φοιτητές, καθηγητές του ΑΠΘ, ιερείς ρασοφόρους και αριστερούς πολίτες, που έσπευσαν να παρακολουθήσουν τις τρεις χθεσινές συνεδρίες.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο παρακάτω:
Posted in ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

«Ο κόκκινος Θεός» Μια Θεολογική Ανάγνωση της Ιστορίας του Σοσιαλισμού

Αποσπάσματα από την εισήγηση των Μιλτιάδη Κωνσταντίνου (Καθηγητή του ΑΠΘ) και Ευστάθιου Λιανού Λιάντη (Υπ. Δρ. ΑΠΘ)
 Το Συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά τυχαίνει να ανοίγει τις εργασίες του σήμερα, την επέτειο της «Ματωμένης Κυριακής» του 1905, όταν ο χαρισματικός και αδικημένος από την ιστορία, Ρώσος ιερέας Γεώργιος Γκαπόν οργάνωσε και τέθηκε επικεφαλής της πορείας των εργατών προς τον Τσάρο, η οποία πνίγηκε στο αίμα από τους στρατιώτες του καθεστώτος.  Ένας άλλος Ρώσος, ο σκοτεινός προφήτης των σκλάβων και των περιθωριακών, Φιοντόρ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι, σε μία από τις σελίδες των Αδελφών Καραμαζώφ παρουσιάζει έναν εκπρόσωπο της κρατικής καταστολής να μιλά για τις κατηγορίες των επαναστατών λέγοντας:
«Εμείς, είπε αυτός, ουσιαστικά δε φοβόμαστε και τόσο πολύ όλους αυτούς τους σοσιαλιστές-αναρχικούς, τους άθεους και τους επαναστάτες. Τους παρακολουθούμε και ξέρουμε το καθετί γι’ αυτούς. Όμως ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχουν και μερικοί, όχι πολλοί, εξαιρετικά ιδιόρρυθμοι άνθρωποι: Αυτοί πιστεύουν σε Θεό, είναι χριστιανοί και ταυτόχρονα είναι και σοσιαλιστές. Αυτούς φοβόμαστε περισσότερο, αυτοί είναι τρομεροί! Ο σοσιαλιστής-χριστιανός είναι φοβερότερος απ’ τον σοσιαλιστή-άθεο».
Και είναι αλήθεια πως ο Σοσιαλισμός των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα όχι μόνον συνδιαλέχθηκε με τον Χριστιανισμό αλλά υιοθέτησε και προέβαλλε το επαναστατικό μήνυμα που εμπεριέχεται στα λόγια του Χριστού ως τον εναρκτήριο λόγο της επερχόμενης κοινωνικής επανάστασης. Ο χριστιανικός Σοσιαλισμός ήταν η ιστορική απάντηση στη βυζαντινή κρατική ιδεολογία, που ήθελε την ουράνια τάξη να αντικατοπτρίζεται στην αυτοκρατορική δομή της μοναρχίας. Ήταν, ακόμη, η απάντηση στη ρωμαιοκαθολική φεουδαλική τάξη αλλά και στον πρώιμο καπιταλισμό που γεννήθηκε από τις προτεσταντικές κοινότητες της βόρειας Ευρώπης και της Αμερικής. Το ότι ο Σοσιαλισμός εγκολπώθηκε την ιδεολογική θεώρηση του Μαρξισμού για τη θρησκεία, ιδιαίτερα στη 2η και την 3η Διεθνή, ακύρωσε το ιστορικό πείραμα μια σοσιαλ-χριστιανικής επανάστασης αλλά έδωσε την ευκαιρία στους θεωρητικούς του Χριστιανισμού και την Εκκλησία να επανεξετάσουν τις κοινωνικές σχέσεις μέσα στο χριστιανικό περιβάλλον.
Η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα
Στην Ελλάδα ο διάλογος Μαρξιστών και Χριστιανών καθυστέρησε να συμβεί λόγω των ειδικών πολιτικών συνθηκών που επέβαλε το μετεμφυλιακό καθεστώς. Στις δεκαετίες της κομμουνιστικής παρανομίας εμφανίσθηκαν σποραδικά μερικές τολμηρές φωνές διανοουμένων που μίλησαν για τη συνύπαρξη του Χριστιανισμού με τον Σοσιαλισμό αλλά ο ουσιαστικός διάλογος ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980. Αξίζει εδώ να σημειωθούν ενδεικτικά η ἐκδήλωση τῆς Χριστινοσοσιαλιστικῆς Σπουδαστικῆς Κίνησης τὸ 1983 στὴ Νομικὴ Ἀθηνῶν με τους Κωστή Μοσκώφ, Κώστα Ζουράρι, Παναγιώτη Νέλλα καὶ Ἀμφιλόχιο Ράντιβιτς, ο χριστιανομαρξιστικὸς διάλογος με τις δεκάδες συνέχειες στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» και η ανάδειξη του κοινωνικού μηνύματος του Ευαγγελίου ἐκ μέρους τῆς Χριστιανικῆς Δημοκρατίας καὶ τῆς ἐφημερίδας ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ.
Όμως σήμερα βιώνουμε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Με κίνδυνο να σχηματοποιήσει κανείς τα πράγματα θα μπορούσε να ορίσει ως ημέρα έναρξης αυτής της νέας πραγματικότητας τα χαράματα της Πέμπτης 20 Μαρτίου 2002 όταν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζώρτζ Μπους τελείωνε το διάγγελμά του, με το οποίο κήρυττε έναν παράνομο και πέρα από κάθε έννοια ηθικής και δικαίου πόλεμο με τη φράση “God bless our Country” (Ο Θεός να ευλογεί την πατρίδα μας), ενώ ο δικτάτορας του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν τελείωνε το δικό του διάγγελμα με τη φράση “Allahu akbar” (Ο Θεός είναι μεγάλος). Την ημέρα εκείνη φαινόταν να εκπληρώνεται η πανάρχαια προφητεία του προφήτη Ησαΐα που εκφράζει το παράπονο του Θεό από τους ανθρώπους:
Ο λαός αυτός με τιμά με τα λόγια του, οι πράξεις του όμως απέχουν πολύ από το θέλημά μου.
Η ημέρα εκείνη όμως σήμανε και το τέλος της περίφημης “επιστροφής του Θεού”, που πριν από μερικά χρόνια είχε πανηγυριστεί από όλους σχεδόν τους θρησκευτικούς ηγέτες, καθώς αποδεικνυόταν με τον πιο τραγικό τρόπο το πόσο εύκολα μπορεί η θρησκεία να γίνει όργανο καταστροφής των ανθρώπινων σχέσεων, όταν χρησιμοποιείται ως πρόφαση και προκάλυμμα πολιτικών ή οικονομικών επιδιώξεων και συμφερόντων.
Το τέλος όμως της εποχής του στρατευμένου αθεϊσμού και εκείνης της επιστροφής του Θεού όχι μόνο δεν οδήγησε σε μια πιο λογικοκρατική και νηφάλια αντιμετώπιση της ζωής, αλλά, κατά παράδοξο και εντελώς αναπάντεχο τρόπο, άνοιξε τον δρόμο σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις που όμοιές της είχε να γνωρίσει η ανθρωπότητα από την εποχή του μεσαίωνα. Μάγοι, αστρολόγοι και κάθε λογής απίθανοι εισηγητές νέων θρησκευτικών δοξασιών εμφανίζονται καθημερινά και κατακλύζουν τις οθόνες των τηλεοράσεων. Έτσι σήμερα, είκοσι περίπου χρόνια μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο που νόμιζε πως είχε από αιώνες ξεπεράσει· τη δεισιδαιμονία και τον θρησκευτικό φουνταμενταλισμό που είναι πηγές του φανατισμού.
Απέναντι σε θρησκευτικά αδιάφορους ή φανατικούς ανθρώπους ο νηφάλιος και επιστημονικά τεκμηριωμένος θεολογικός λόγος φαντάζει ενοχλητικός, καθώς υπενθυμίζει προς πάσα κατεύθυνση ότι η δημοκρατία και η ελευθερία από μόνες τους δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ευημερία, αν δεν συνδυάζονται με πνευματική πνοή και οράματα. Σε μια εποχή που οι εχθροί της συμφιλίωσης δεν παύουν να καλλιεργούν τάσεις απομονωτικές και διασπαστικές, χρησιμοποιώντας τον εθνοκεντρισμό και προβάλλοντας τις αντιθέσεις, σε μια εποχή υποβάθμισης και απαξίωσης του ανθρώπου, συνέπεια της παγκοσμιοποίησης που δομείται με βάση τη δύναμη και την επιβολή, πνευματική πνοή και αυθεντικά οράματα είναι αυτό που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χρειάζεται η κοινωνία αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η αριστερή υψωμένη γροθιά, σύμβολο διεκδίκησης και αγώνα, που σφίγγει έναν σταυρό, σύμβολο θυσίας, προσφοράς και αγάπης, θα μπορούσε να είναι η παραστατική περιγραφή της απαρχής ενός τέτοιου οράματος.
Posted in ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

Θρησκευτικότητα και θρησκευτικά σύμβολα στον δημόσιο χώρο. Η εισήγηση του Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνατίου στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά

Εισαγωγικά
Το να στοχαστεί κάποιος πάνω στο ζήτημα της θέσης της θρησκευτικότητας και των θρησκευτικών συμβόλων ή γενικότερα της θρησκείας στον δημόσιο χώρο δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση εύκολο εγχείρημα. Πρόκειται για μια συζήτηση η οποία ενώ έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, αν όχι περισσότερο, στο πλαίσιο της δυτικοευρωπαϊκής πολιτικής και ευρύτερα φιλοσοφικής σκέψης, στην χώρα μας βρίσκεται ακόμη σε φάση αρκετά πρώιμη. Η διενέργια του παρόντος συνεδρίου από το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ σε συνεργασία με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος δείχνει ότι υπάρχει η βούληση από την πλευρά της ποιμένουσας Εκκλησίας και της ακαδημαϊκής θεολογίας να ανοίξει ο διάλογος γύρω από τη σχετική προβληματική με εκπροσώπους της κοσμικής και πολιτικής διανόησης. Πριν ωστόσο επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τιςπροϋποθέσεις και τους όρους που νομιμοποιούν την παρουσία της θρησκείας (και στην περίπτωσή μας της Εκκλησίας) στον δημόσιο χώρο είναι ανάγκη να προσδιορίσουμε το πως οφείλει να κατανοείται αυτός ο χώρος, μέσα στον οποίο φανερώνεται και εκφράζεται η θρησκευτική πίστη.
 1.      Η έννοια του δημόσιου χώρου
Αν θέλαμε να αποτυπώσουμε με συντομία τα βασικά γνωρίσματα που νοηματοδοτούν την έννοια του δημοσίου χώρου θα έπρεπε να σημειώσουμε μεταξύ άλλων τα εξής: α) ο δημόσιος χώρος ως έννοια έχει μια μακρά γενεαλογία και αποτελεί κατεξοχήν προϊόν του ευρωπαϊκού πολιτισμού, β) δεν πρόκειται για μονοσήμαντο και οριστικά απηρτησμένο θεωρητικό σχήμα, γ) αποτελεί τον μοναδικό πλέον τόπο τουλάχιστον στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, όπου μπορεί να φανερωθεί και εκφραστεί η χριστιανική, που μας ενδιαφέρει εδώ, θρησκευτικότητα. Ας δούμε ωστόσο εκ του σύνεγγυς και περισσότερες λεπτομέρειες αυτά τα γνωρίσματα.
Ο δημόσιος χώρος είναι μια πραγματικότητα που προέκυψε στην Ευρώπη μέσα από μια μακραίωνη διαδικασία η οποία θα μπορούσε να πει κανείς ότι ανάγει καταρχάς την αφετηρία της στην μεσαιωνική, σε πολλές περιπτώσεις, συμπόρευση της Εκκλησίας με την κρατική εξουσία και εμφανίζεται ως απόρροια της κατάρρευσης του φεουδαρχικού αυτού συστήματος συγκρότησης της κοινωνίας,  αλλά και της σχετικής αδυναμίας της Εκκλησίας να κατανοήσει και να εγκολπωθεί τα νέα δεδομένα που αναδύθηκαν στον τρόπο θεώρησης του κόσμου με την έλευση των Νέων χρόνων και του Διαφωτισμού. Επιχειρώντας η Εκκλησία, στο βαθμό που νοσταλγούσε τη μεσαιωνική δόξα και ισχύ, να αντισταθεί με κάθε τρόπο στην αλλαγή του κοσμοειδώλου επιχείρησε να οικειοποιηθεί την κρατική εξουσία όχι βέβαια προς όφελος και προς υπεράσπιση των χριστανικών αξιών λ.χ. της ελευθερίας ή του απλού ανθρώπου, αλλά προκειμένου να προσφέρει νομιμοποίηση στην ελέω Θεού μοναρχία και στο ξεπερασμένο φεουδαρχικό μοντέλο, προκειμένου να διατηρήσει την δυναμική της παρουσία. Η σταδιακή ωστόσο, κατάρρευση αυτού του παρωχημένου και ανελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας σε συνάρτηση με την ανάδειξη της αστικής τάξης έδωσαν σε ορισμένο βαθμό ώθηση στην διαμόρφωση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την ανάδειξη της δημοκρατίας και του φιλελεύθερου κράτους ως τον πλέον κατάλληλο νεωτερικό τρόπο οργάνωσης, έχοντας ως βασική επιδίωξη την ειρηνική συνύπαρξη των λαών, υπερβαίνοντας τη μισαλλοδοξία που γέννησαν οι χρόνιοι θρησκευτικοί πόλεμοι. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η απαρχή αυτή της ειρηνικής συμβίωσης και ενοποίησης της Ευρώπης θα θεμελιωθεί εξ αρχής στο αγαθό της θρησκευτικής ελευθερίας και ανεξιθρησκείας το οποίο θα διαφυλαχθεί έκτοτε λιγότερο ή περισσότερο ως κόρην οφθαλμού στις χώρες που πρωτοστάτησαν στον δημοκρατικό μετασχηματισμό της Ευρώπης. Αποτέλεσμα αυτής της μακραίωνης διαδικασίας ήταν αρχικά η ριζική διάκριση, και εν συνεχεία, ο χωρισμός μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, με αποτέλεσμα η θρησκευτική πίστη, και η Εκκλησία ειδικότερα, να περιοριστεί στην ιδιωτική σφαίρα, έτσι ώστε να μην μπορεί η τελευταία να μεταχειρίζεται όπως στο παρελθόν την κρατική εξουσία προς ίδιον όφελος, ούτε να παρεμβαίνει και να κηδεμονεύει ή να ποδηγετεί τη δημόσια σφαίρα με θρησκευτικού τύπου αναφορές και κελεύσματα.
Κάτω από την επίδραση κοσμικών διανοούμενων της πρώιμης φάσης της νεωτερικότητας (λ.χ. ο J. Lock) η θρησκεία θεωρήθηκε πλέον ότι ανήκει αποκλειστικά στον ιδιωτικό χώρο (τον χώρο εκείνο όπου κυριαρχεί η προσωπική επιλογή και τα ατομικά ή συλλογικά πιστεύω), ενώ ο δημόσιος χώρος ταυτιζόταν ακόμη αποκλειστικά με την κρατική εξουσία, όπου εξακολουθούσε σε ορισμένο βαθμό να διακρίνεται από το στοιχείο της επιβολής και του καταναγκασμού. Έπειτα από συνεχείς αμφιταλαντεύσεις, πισωγυρίσματα αλλά και βήματα προόδου η (γαλλική, ειδικά) νεωτερικότητα διαμόρφωσε τελικά έναν δημόσιο χώρο (την περίφημη laïcite, την ουδετεροθρησκία) ο οποίος στο βαθμό που εγγράφεται στο πλαίσιο διάκρισης ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο, ώφειλε να παραμένει εξάπαντος ουδέτερος απέναντι σε κάθε μορφή θρησκευτικής παράδοσης. Για την laïcité, κατεξοχήν ιερός και άβατος τόπος για κάθε μορφής και προέλευσης θρησκεία θεωρήθηκε το σχολείο, και μάλιστα το δημόσιο σχολείο (κατ’ αντιδιαστολή προς το καθολικό ιδιωτικό σχολείο). Η διπλή αυτή διάκριση μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής σφαίρας δεν έμελλε ωστόσο να αποτελέσει και το τελικό στάδιο της μακραίωνης αυτής διαδικασίας μετασχηματισμού της οργάνωσης του κοινωνικού βίου. Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη με την κυριαρχία της εικόνας, η ανάδυση της κοινωνίας της πληροφορίας και των πολιτών ως συμπληρωματικές προς τις έννοιες του κράτους και του ατόμου θα οδηγήσουν στην ανάγκη προσδιορισμού ενός νέου χώρου που διακρίνεται τόσο απο την κρατική σφαίρα όσο και από την ιδιωτική. Παρά τις περί του αντιθέτου επιδιώξεις η revance της θρησκείας, η δυναμική επανεμφανισή της, συχνά μάλιστα με βίαιο τρόπο (πρβλ. Ισλάμ) ιδιαίτερα μάλιστα στην καρδιά του μετανεωτερικού κόσμου στην Ευρώπη και την Αμερική, ανέδειξε την ανεπάρκεια του διπολικού μοντέλου που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο της νεωτερικής εποχής. Έτσι θα αρχίσει να διαμορφώνεται πλέον ο δημόσιος χώρος, ως ένας χώρος διακριτός τόσο απέναντι στην κρατική εξουσία (όπου συμποσούται οι επιβαλλόμενες κοινά αποδεκτές λειτουργικές υποχρεώσεις της κοινωνίας, λ.χ. νομικό πλαίσιο, φορολόγηση, παροχή υπηρεσιών παιδείας, υγείας κλπ) όσο και απέναντι στην ιδιωτική σφαίρα (όπου εγγράφονται οι προσωπικές επιλογές του ανθρώπου σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο), ως ένας χώρος δηλαδή όπου διακρίνεται για την πολυεπίπεδη (ιδεολογική, κλπ.) ουδετερότητά του και για την δυνατότητα που δίνεται σε κάθε ιδεολογία, θρησκευτική πίστη κλπ. να συμβάλλει ισότιμα με θεωρήσεις οι οποίες προβάλλουν επιμέρους μοντέλα ερμηνείας του κόσμου, στο βαθμό που κάθε μια από αυτές επιδεικνύει σεβασμό έναντι της ελευθερίας του κάθε διαφορετικού. Στο πλαίσιο του δημοσίου χώρου κάθε ιδιαίτερη ιδεολογία, και θρησκεία έχει όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρεώση να συμμετέχει στη δημόσια διαβούλευση και στον δημόσιο λόγο με προτάσεις και αντιλήψεις που εξάπαντος σέβονται την απρόσκοπτη λειτουργία του χώρου αυτού αλλά και την διαφορετικότητα του καθενός. Μια τέτοια κατανόηση του δημόσιου χώρου δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να είναι οριστικά απηρτησμένη και τελεσίδικη, στο βαθμό που εμπλουτίζεται διαρκώς με νέα στοιχεία. Συνεπώς στην προοπτική αυτή καθίσταται εμφανώς προβληματική η αξίωση, απο οποιαδήποτε πλευρά, για οικειοποίηση της διακριτής κρατικής σφαίρας με σκοπό την επιβολή μιας ορισμένης κοσμοθεωρίας ή η αξίωση για εξαναγκαστική ιδιώτευση μιας ορισμένης θρησκευτικής πίστης επειδή βρίσκεται αντίθετη με το πλειοψηφικό πιστεύω. Και τούτο διότι οποιαδήποτε τέτοιου είδους δυσλειτουργία συνεπάγεται την άμεση κατάργηση του δημόσιου χώρου και την επιστροφή σε παρωχημένα σχήματα.
Αυτή η ορισμένη κατανόηση της δημόσιας σφαίρας αναδεικνύει νομίζουμε και τονυπαρξιακό χαρακτήρα της, που συχνά αν όχι πάντοτε λησμονείται. Στο βαθμό που για να υπάρξει, να λάβει το είναι της, θα λέγαμε σε οντολογική γλώσσα, μια θρησκευτική πίστη ή ιδεολογική πρόταση, οφείλει να διατυπωθεί και εκφραστεί με σαφήνεια στο πλαίσιο του δημοσίου χώρου, αυτός ο χώρος δίνει εξάπαντος υπόσταση στις επιμέρους αυτές εκδηλώσεις της θρησκευτικότητας, οι οποίες διαφορετικά αυτοακυρώνται στο βαθμό που αξιώνουν να προσδώσουν καθολικό νόημα ύπαρξης. Δεν θα πρέπει επομένως να μας διαφεύγει η υπαρξιακή αυτή διάσταση της έννοιας του δημόσιου χώρου, όταν γίνεται λόγος για την παρουσία των θρησκευτικών παραδόσεων και της Εκκλησίας σ’ αυτόν.
 2.      Προϋποθέσεις και όροι της παρουσίας της θρησκείας στον δημόσιο χώρο
Μιλώντας για την θέση της θρησκείας στον δημόσιο χώρο και εν προκειμένω της (ορθόδοξης) Εκκλησίας οφείλουμε να προσδιορίσουμε τις θεολογικές εκείνες προϋποθέσεις που νομιμοποιούν την ενεργή παρουσία της στον χώρο αυτό και εξάπαντος υπερβαίνουν απολογητικές εξάρσεις, φοβικά σύνδρομα ή και αντι-θρησκευτικές ιδεολογικές αγκυλώσεις που εκφράζονται συχνά από εκκλησιαστικούς εκπροσώπους και κοσμικούς διανοούμενους σαν να μη έχει περάσει ούτε μέρα από το ιδεολογικοποιημένο και πολωτικό παρελθόν.
Α. Στο πλαίσιο αυτό η έννοια της αυτο-Αποκάλυψης του Θεού στην Ιστορία, αποτελεί την πρωταρχική αξονική παράμετρο του ευαγγελικού κηρύγματος. Ο Θεός των Πατέρων που αποκαλύπτεται πολυμερώς και πολυτρόπως στην ιστορία του ανθρώπου επ’ εσχάτοις χρόνοις ολοκληρώσε την Αποκάλυψή του στο πρόσωπο του Χριστού, προσκαλώντας πάντοτε τον άνθρωπο σε έναν ελεύθερο και δημιουργικό διάλογο, με τελικό στόχο την μεταμόρφωση και σωτηρία ολάκερης της κτίσης. Στο βαθμό που ο ανθρώπινος βίος κυριαρχείται από τη σύγχυση και την διαίρεση της Βαβέλ, ως συνέπεια της εγωιστικής επιθυμίας του ανθρώπου για εξουσία και ισοθεία, ο Θεός αποφάσισε να ξεδιπλώσει στην ιστορία ένα σχέδιο που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ειρηνικής και αρμονικής συμβίωσης των ανθρώπων. Το γεγονός ότι το σχέδιο αυτό λαμβάνει χώραδημόσια στο πεδίο της Ιστορίας και όχι έξω απ’ αυτήν καθιστά την παρουσία και την μαρτυσία της χριστιανικής Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο αναγκαία για την κήρυξη του ευαγγελίου, των καλών νέων χωρίς καμιά διάθεση επιβολής αλλά με απόλυτο σεβασμό στην ελευθερία του άλλου, όπως ο ίδιος ο Θεός αποδέχθηκε και σεβάστηκε το ξεστράτημα το λαού του χωρίς διάθεση πειθαναγκασμού και εξουσιαστικής επιβολής αλλά με συγχωρητικότητα και αγάπη. Επομένως η αποκαλυπτική αφετηρία της χριστιανικής πίστης δεν συνάδει σε καμιά περίπτωση προς την νεωτερική αξίωση για ιδιώτευση και περιορισμό της θρησκευτικότητας στην ιδιωτική σφαίρα καθώς σε μια τέτοια περίπτωση αυτο-ακυρώνεται ως πρόταση νοήματος ζωής που επιδιώκει καθολικότητα.
Β. Την ίδια στιγμή η ενανθρώπιση του ίδιου του Υιού του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού αναδεικνύει μια ακόμη θεμελιώδη παράμετρο που καθιστά θεμιτή την παρουσία της χριστιανικής θρησκείας στο δημόσιο χώρο. Ο ίδιος ο Χριστός, ως άνθρωπος δεν απευθύνθηκε στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής των ανθρώπων, ούτε σε καμιά περίπτωση αξίωσε να οικειοποιηθεί την συγκαιρινή του κρατική εξουσία για να επιβληθεί, αλλά αντίθετα τόλμησε να μαρτυρήσει δημόσια το μήνυμα του Πατέρα του, να κηρύξει το ευαγγέλιό του, ως μια μεταξύ πολλών σωτηριολογική πρόταση στο πλαίσιο του ελληνορωμαϊκού κόσμου, με τέτοια μάλιστα παρρησία ώστε να υποστεί ο ίδιος την μήνιν και την καταδίκη της θρησκευτικής εξουσίας με την αρρωγή του κρατικού βραχίονα. Η ίδια η βιοτή του Ιησού Χριστού προβάλλει επομένως, ως το πλέον κατάλληλο παράδειγμα δημόσιας μαρτυρίας της πίστης με απόλυτο σεβασμό στην διαφορετικότητα και συνύπαρξη των ποικίλων επιμέρους κοσμοθεωρήσεων.
Ακολουθώντας το πρότυπο αυτό, η Εκκλησία Του ως το Σώμα του οφείλει να μαρτυρεί την μόνιμη Παρουσία του στον κόσμο, προσφέροντας στον δημόσιο χώρο απροκατάλυπτα και χωρίς φόβο ή πάθος αλλά με ακόρεστη αγάπη και σεβασμό στον άλλο, το ευαγγέλιο της σωτηρίας, σύμφωνα με τον λόγο Εκείνου: «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν». Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι η Εκκλησία μας (κλήρος και λαός) θα συνειδητοποιήσει έστω και καθυστερημένα την υφιστάμενη μεταβολή του κοσμοειδώλου, θα υπερβεί την εμμονή της σε προνεωτερικές μορφές συγκρότησης της κοινωνίας και θα σαρκώσει στο εκάστοτε νυν της ιστορίας το πνεύμα κένωσης, αυτοπροσφοράς και απόλυτου σεβασμού του άλλου, όπως μας δίδαξε ο Κύριος μας.
Γ. Η σαρκωτική αυτή λογική που οφείλει να διατρέχει και να χρωματίζει σύνολη τη χριστιανική ύπαρξη οδήγησε και εξακολουθεί, αν και όχι πάντοτε φανερά, να οδηγεί στην δημιουργία κορυφαίων εκφράσεων πολιτισμού, στην ιστορική ανάδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητας ολόκληρων εθνών, στην διαμόρφωση ενός διαχρονικού ηθικού αξιακού πολιτισμού, που βρίσκεται στον πηρύνα της ευρωπαϊκής κουλτούρας, έστω κι αν συνειδητά ή ασυνείδητα η Ευρώπη επιχειρεί στις μέρες μας να λησμονήσει την χριστιανική της ταυτότητα. Ωστόσο αξίες, όπως η θρησκευτική ανεξιθρησκεία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κοινωνική αλληλεγγύη, η αγάπη προς τον πλησίον κ.ά μαρτυρούν ότι στο υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού βρίσκεται η χριστιανική παράδοση. Στην προοπτική αυτή η συζήτηση που ξεκίνησε πρόσφατα στην Ευρώπη σχετικά με τη θέση των θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία, αλλά και ευρύτερα στα δημόσια καταστήματα, με αφορμή την υπόθεση Seler (Εσταυρωμένου) στην Ιταλία, θα μπορούσε να κατανοηθεί καλύτερα μέσα από μια άλλη προοπτική. Η σάρκωση της ευαγγελικής αλήθειας στον εκάστοτε τόπο και χρόνο δημιουργεί πολιτιστικά επιτεύγματα και θρησκευτικά σύμβολα, που αναδεικνύουν τις θεμελιακές αξίες του δυτικού πολιτισμού και σε καμιά περίπτωση δεν επιβάλλουν ή διακηρύτουν μια ορισμένη θρησκευτική πεποίθηση. Για παράδειγμα θα μπορούσε πράγματι να ισχυριστεί κανείς με σοβαρότητα ότι η εθιμική παρουσία του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες προσβάλλει το θρησκευτικό συναίσθημα αλλόδοξων μαθητών, όταν αυτό που προβάλλεται δεν είναι η ορθόδοξη πίστη (πως θα μπορούσε άλλωστε να συμβαίνει κάτι τέτοιο μακριά από το λειτουργικό-ευχαριστιακό πλαίσιο που είναι ο φυσικός χώρος μιας εικόνας) αλλά καταρχάς το πρότυπο της αυτοθυσίας και της απροϋπόθετης αυτοπροσφοράς και αλληλεγγύης, ένα πρότυπο που φαντάζει σήμερα πολύ περισσότερο από κάθε άλλη εποχή ιδιαίτερα χρήσιμο και επείγον στην περίπτωση της χώρας μας;
Χρειάζεται επομένως κι εδώ μια ιδιαίτερα προσεκτική ανάγνωση και του θέματος της παρουσίας των θρησκευτικών συμβόλων στον δημόσιο χώρο μακριά από ιδεολογικές αγκυλώσεις που απλά αναμασούν παρωχημένα θετικά ή απορριπτικά επιχειρήματα, καθώς είναι εξάπαντος σαφές ότι κάθε σύμβολο, πολύ δε περισσότερο το θρησκευτικό σύμβολο, αποτελεί όχι καταρχάς ιδεολογική κατασκευή αλλά μια πολιτισμική έκφραση και οργανική όσμωση με τις επιμέρους πτυχές του συλλογικού βίου των ανθρώπων. Ιδιαίτερα δε η παρουσία τέτοιων συμβόλων σε εκπαιδευτικούς χώρους καλείται να διαδραματίσει ρόλο ενοποιητικό, καλλιεργώντας όχι απλά μια παθητική ανοχή έναντι του άλλου, αλλά την ενεργητική αρμονική συνύπαρξη, ουσιαστική αλληλογνωριμία, αλλά και τον κριτικό διάλογο μεταξύ των διαφορετικών παραδόσεων.
Δ. Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία, ως κοινότητα αντλεί την ταυτότητά της από την ερχόμενη Βασιλεία. Πρόκεται για μια πρόταση που αναδεικνύει δύο εξέχοντα γνωρίσματα της προσωπικής και συλλογικής εκκλησιαστικής υπάρξεως. Σύμφωνα με ένα αρχαίο λατινικό ρητό «ένας χριστιανός σημαίνει κανένας χριστιανός». Το ρητό αυτό επιθυμεί να υποδηλώσει τον κοινωνιακό-σωματειακό χαρακτήρα της χριστιανικής πίστης, η οποία στέκεται στον αντίποδα κάθε ατομοκεντρικής, εγωιστικής και συχνά ψυχοπαθολογικής ιδιωτικοποίησης της θρησκευτικότητας. Η Εκκλησία αποτελεί ένανοργανισμό που θεμελιώνεται στο μοντέλο της κενωτικής και θυσιατικής ζωής του Ιδρυτή και Κυρίου της Ιησού Χριστού και αποτελεί Εκκλησία στο βαθμό που συγκροτείται ως κοινότητα προσώπων στο κοινό ευχαριστιακό δείπνο, όπου υπερβαίνονται κάθε είδους αποκλεισμοί που βασίζονται σε φυλετικά, κοινωνικά κ.ά κριτήρια. Επομένως η Εκκλησία όχι μόνο δεν μπορεί να αντιτίθεται στον δημόσιο χώρο, φοβούμενη τάχατες την ισότιμη αναμέτρηση με τις όποιες άλλες κοσμοθεωρίες, αλλά αντίθετα σε ορισμένο βαθμό λειτουργεί στον πηρύνα της με τη λογική του δημοσίου χώρου, καθώς κάθε μέλος της διαθέτει παρρησία απέναντι στους ισότιμους αδελφούς του αλλά και έναντι του Θεού και το μοναδικό κριτήριο για την ύπαρξή της είναι η αμοιβαιότητα, η αγάπη, η συγχωρητικότητα και η ελευθερία μεταξύ τους.
Την ίδια στιγμή η εσχατολογική ταυτότητα της Εκκλησίας την προφυλάσσει από τον διαχρονικό πειρασμό να εποφθαλμιά την κρατική αρωγή προκειμένου να επιβάλλει τις επιταγές της στο σύνολο της κοινωνίας. Στην περίπτωση αυτή οικειοποιείται παρωχημένες αυταρχικές νοοτροπίες καθώς θεωρεί ότι η εκκλησιαστική κοινότητα και η ευρύτερη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών υποχρεούνται να ταυτίζονται και να αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Θα μπορούσε άραγε μια τέτοια θεώρηση να βρίσκεται στις προδιαγραφές του θείου σχεδίου για τη σωτηρία του ανθρώπου; Επομένως η εσχατολογική ένταση του «ήδη και όχι ακόμη», (ο Βασιλιάς ήρθε αλλά η Βασιλεία δεν έχει εγκαθιδρυθεί πλήρως ακόμη), διασώζει την εκκλησιαστική κοινότητα από επικίνδυνες ατραπούς ουτοπικών θεωρήσεων και ανελεύθερων ιδεολογιών που τόσο κακό προκάλεσαν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Εκκλησία συνεχίζει να βρίσκεται καθ’ οδόν προς την ερχόμενη Βασιλεία που σημαίνει ότι διαρκώς οφείλει να μαρτυρεί την κατά Χριστόν αλήθεια όντας έτοιμη να θυσιαστεί, όπως Εκείνος, στο όνομα του αρχαιότερου νόμου που δημιούργησε ο Θεός για τον άνθρωπο, του νόμου της ελευθερίας. Η προσωπική ετερότητα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο ως παράμετροι για την εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου χώρου, αποτελούν καταστατικές αρχές για την ίδια την ύπαρξη της Εκκλησίας, στο βαθμό που αυτή οφείλει να είναι πόλος ενότητας και συνεκτικός κρίκος για ολάκερη την κοινωνία και σε καμιά περίπτωση υποκατάστατο της. Στην προοπτική αυτή όχι μόνο δεν νομιμοποιείται η απόσταση και η ανασφάλεια της Εκκλησίας έναντι του δημόσιου χώρου αλλά αντίθετα καθίσταται αναγκαία η παρουσία της σ’ αυτόν, καθώς θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως υγιές ανάχωμα (ως ο κατάλληλος θεματοφύλακας) απέναντι σε τάσεις που συχνά αναδύονται στην κοινωνία με αφορμή συγκυριακά γεγονότα (πρβλ. την ανάδυση της νεοναζιστικής ιδεολογίας στο πλαίσιο ή με αφορμή την πολύπλευρη κρίση που βιώνει η χώρα μας) και οι οποίες τάσεις θα επιθυμούσαν το γλίστρημα σε προνεωτερικά εξουσιαστικά μοντέλα οργάνωσης του ανθρώπινου βίου.
Αντί συμπερασμάτων
Στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους και της μετανεωτερικής δημοκρατίας η απαίτηση για ειρηνική συνύπαρξη των διαφορετικών ανθρώπων και η αποφυγή οπισθοδρόμησης στη θρησκευτική μισαλλοδοξία αποτέλεσε τον καταλύτη για τη διαμόρφωση ενός χώρου, όπου άπαντες θα διαθέτουν ισότιμη πρόσβαση στη δημόσια επιχειρηματολογία. Στη συνάφεια αυτή κορυφαίοι εκπρόσωποι της σύγχρονης πολιτικής σκέψης (λ.χ. Χάμπερμας) όχι μόνο δεν απορρίπτουν την παρουσία της θρησκείας στο δημόσιο χώρο αλλά πολύ περισσότερο τη θεωρούν επιβεβλημένη λόγω του φόβου, μήπως η απόσυρση της θρησκείας στην συχνά σκοτεινή ιδιωτική σφαίρα σημάνει ταυτόχρονα κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή αλλά και αποκοπή της κοσμικής κοινωνίας από σημαντικές πηγές δημιουργίας νοήματος και ταυτότητας. Το ζητούμενο επομένως σήμερα είναι οι θρησκείες, και ειδικότερα η Εκκλησία μας, να διαμορφώσουν τον αναγκαίο λόγο και την κατάλληλη πρακτική που θα συμβάλει αποφασιστικά στην εδραίωση και προστασία του δημόσιου χώρου, ως του κατεξοχήν τόπου όπου θα μπορεί να κηρυχθεί η ευαγγελική αλήθεια. Στην προκειμένη περίπτωση η γνωστή ευαγγελική φράση «Αποδότε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματ. 22,21) υποδηλώνει με τον καλύτερο τρόπο την υποχρέωση που έχουν οι χριστιανοί και η Εκκλησία να περιφρουρήσουν όχι μόνο την παρουσία τους στον δημόσιο χώρο αλλά και τον ίδιο τον χώρο αυτό, διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος όχι απλά για επιστροφή στην ιδιωτική σφαίρα αλλά για γλίστρημα στον τόπο του α-νόητου της υπάρξεώς της, στο βαθμό που δεν θα μπορεί να νοηματοδοτεί τον πραγματικό βίο των ανθρώπων. Η παρουσία της Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο προϋποθέτει τον απολύτο σεβασμό στους όρους λειτουργίας του χώρου αυτού (δηλ. στην ιδεολογική, θρησκευτική και αξιολογική ουδετερότητα και αλληλοσεβασμό), και μόνο τότε αυτή η παρουσία νομιμοποιείται, όταν εξάπαντος ενσαρκώνει το σταυρικό ήθος του Ιησού Χριστού, ως λόγος μαρτυρίας για την Καινή Κτίση αλλά και λόγος διαμαρτυρίας απέναντι σε κάθε μορφής κακό, αδικία, εξουσιασμό, αλλοτρίωση και εξαχρείωση της μοναδικότητας του ανθρώπινου προσώπου.
Το κείμενο του Σεβασμιωτάτου προέρχεται από το ιστολόγιο: συν-οδοιπορία
http://synodoiporia.blogspot.gr/2013/01/blog-post_23.html
Posted in ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

Χαιρετισμός του Κοσμήτορος της Θεολογικής Σχολής κ. Μιχαήλ Γ. Τρίτου στο Συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά»

Με ξεχωριστή χαρά χαιρετίζω το παρόν συμπόσιο, που έχει ως κεντρικό θέμα «Εκκλησία και Αριστερά». Πρόκειται για ένα μεγάλο πνευματικό γεγονός, που θα άρει προκαταλήψεις και αγκυλώσεις του παρελθόντος και θα θέσει και τις δύο πλευρές προ των ευθυνών τους απέναντι στον άνθρωπο, την κοινωνία και τον πολιτισμό.
Τόσον η Εκκλησία όσον και η Αριστερά πρέπει να κάνουν την τίμια αυτοκριτική τους και να αναθεωρήσουν η μεν πρώτη την λανθάνουσα μανιχαϊστική και πλατωνική τάση ότι η Ορθοδοξία έχει μονάχα μεταϊστορικούς στόχους και δεν πρέπει να ασχολείται καθόλου με την συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα και η δεύτερη την τάση ενός κοινωνικού ακτιβισμού, που απολυτοποιεί την ενδοκοσμικότητα και απορρίπτει την εσχατολογική πραγματικότητα.
Ο Mητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος εκπροσώπησε τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο
Η πρώτη τοποθέτηση οδήγησε σε έναν άκρατο δογματισμό και στην τυπολατρία. Αγνόησε ότι η διδασκαλία της πίστεως δεν περιλαμβάνει μόνον την Θεολογία και την Εσχατολογία, αλλά και την ηθική, η οποία ορίζει τις βασικές αρχές της κοινωνικής ζωής του Χριστιανού και κυρίως ότι η αγάπη δεν είναι απλώς η ελεημοσύνη, αλλά κυρίως ο αγώνας και η φροντίδα να δημιουργηθούν οι κοινωνικές δομές, οι οποίες θα δίδουν σε όλους το δικαίωμα και τη δυνατότητα να την έχουν.
Χαιρετισμός του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολου Τζιτζικώστα
Η δεύτερη τοποθέτηση, δηλαδή της αριστεράς, οδήγησε σε μια εγκόσμια κοινωνική διάσταση, που την υποβίβασε σε έναν απλό κώδικα ηθικής. Αγνόησε ότι ο άνθρωπος έχει οντολογικές διαστάσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τη σωματική σφαίρα και ότι η ύπαρξη εγκλωβισμένη στα στενά πλαίσια της ενδοκοσμικότητας νοιώθει να την περισφίγγουν τα τείχη της περατότητας του είναι της, στερείται ενός ασφαλούς βάθρου ζωής και αφήνει την ψυχή ανικανοποίητη στις πιο βαθιές μεταφυσικές απαιτήσεις και ανάγκες. Η φιλοσοφία του υπαρξισμού απεικονίζει με ρεαλισμό και προσγειωμένη αντίληψη την τραγική κατάσταση του ανθρώπου που ζει και κινείται έξω από τη θαλπωρή της Αναστάσεως. Τα γνωρίσματα αυτά είναι: «Η σκληρότητα του υπερανθρώπου του Νίτσε. Η βασανιστική μέριμνα που περιγράφει ο Χάϊτεγκερ. Το αίσθημα του απόλυτου κορεσμού, η πλήξη και η ναυτία, όπως τα περιγράφει ο Σάρτρ. Οι οριακές καταστάσεις του Γιάσπερ: πόνος, ενοχή, θάνατος. Η αγωνία, το άγχος, η αμφιβολία και ο τρόμος κατά τον Κίρκεγκαρτ, αλλά και η φθορά από την οποία ο Μπερντιάγιεφ καλεί την ανθρώπινη ύπαρξη να ελευθερωθεί»
Χαιρετισμός του Υφυπουργού Παιδείας Θεόδωρου Παπαθεοδώρου
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι σε καμιά περίπτωση το όπιον του λαού, αλλά η ζύμη για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας και η άλλη ζωή δεν είναι ο κάλαθος των αχρήστων της παρούσης ζωής, αλλά ο χώρος, όπου θα στεφθεί ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ειρήνη και τον σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου.
ο Γραμματέας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α-ΕΚΜ Δημήτρης Βίτσας παρατήρησε πως το συνέδριο έπρεπε να είχε γίνει χρόνια πριν και αναγνώρισε ότι έχει ευθύνες και η Αριστερά για  την καθυστέρηση αυτή
Με αυτές τις σκέψεις Σας καλωσορίζω στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., μια ιστορική Σχολή, που εκφράζει το παγκόσμιο και οικουμενικό πνεύμα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, των Θεσσαλονικέων Φωτιστών των Σλάβων και η οποία εκπαιδεύει το μεγαλύτερο μέρος των φοιτητών που προέρχονται από τη Βόρεια και ΝΑ Ευρώπη. Η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. γνωρίζει να δένει την παράδοση με την ανανέωση, το χθες με το σήμερα, το παρόν με την αιωνιότητα. Συγχαίρω θερμά το Τμήμα Θεολογίας για την πρωτόγνωρη στα θεολογικά δεδομένα σημερινή εκδήλωση και εύχομαι ολόψυχα τα πορίσματα του Συμποσίου, να γίνουν δείχτες πορείας για τον σύγχρονο άνθρωπο και τον πολιτισμό.
Posted in ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ | Tagged  | Σχόλια κλειστά

Χαιρετισμός του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, καθηγητή Χρυσόστομου Σταμούλη στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά

Οι  σχέσεις της Εκκλησίας με την αριστερά στην Ελλάδα, έρχονται από μια σκοτεινή μήτρα. Στηρίζονται σε αδιάψευστες ιστορικές πράξεις, σε ανομίες και αστοχίες, που έχουν χαράξει ανεπανόρθωτα το κοινό σώμα, αλλά και σε ένα πλήθος προκαταλήψεων και παρεξηγήσεων, -αποτέλεσμα  απουσίας διάθεσης ανοικτού διαλόγου-, που μεγιστοποιεί το χάσμα που επέβαλε η αγριότητα της ιστορίας.
Κάποιες ενδιαφέρουσες προσπάθειες του νεότερου παρελθόντος, με ενδεικτικότερη όλων την περίπτωση των λεγόμενων «νεορθόδοξων», κινήθηκαν καθαρά σε θεωρητικό επίπεδο και άφησαν τους λογαριασμούς με την εναρκτήρια διάθεση  ανοικτούς. Μαζί, όμως, και μια πολύτροπα πολύτιμη παρακαταθήκη για όσους θα θελήσουν να ακολουθήσουν και να συνεχίσουν.
Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, στα πλαίσια μιας ανειλημμένης ευθύνης απομάκρυνσης από οποιαδήποτε στανική και ως εκ τούτου ειδωλολατρική εσωστρέφεια, αποφάσισε στις αρχές την φετινής ακαδημαϊκής χρονιάς και σε συνέχεια άλλων δραστηριοτήτων του, ομόφωνα, τη διοργάνωση επιστημονικού Συνεδρίου, με το γενικό τίτλο, Εκκλησία και Αριστερά. Μια πράξη, που αποδεικνύει τη διαλογική φύση του Πανεπιστημίου γενικότερα, αλλά και της θεολογίας ειδικότερα. Μια πράξη παρεμβατική, η οποία στηρίζεται στην βαθιά πεποίθηση, πως από τον διάλογο κανείς δεν κινδυνεύει. Τουναντίον, η αδυναμία διαλόγου, η άρνηση της συνάντησης, είναι εκείνη η διαβρωτική πραγματικότητα, που ισχυροποιεί τη δαιμονοποίηση και ανακηρύσσει το δογματισμό σε κυρίαρχο παράγοντα της ενορχηστρωμένης καθημερινότητας. Στον αντίποδα, η γνώση, που προκύπτει από την άμεση συνάντηση με τα πρόσωπα και τα πράγματα, αποτελεί τον οντολογικό πυρήνα που επιτρέπει την ανοικοδόμηση κοινού οίκου. Επιτρέπει, με άλλα λόγια, την αξιοποίηση των διαφορετικών υλικών, προκειμένου να πραγματωθεί μια φυσιολογία λειτουργική και ρεαλιστική. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο απέναντι, ο ξένος, ο διαφορετικός, ο οποιοσδήποτε άλλος, δεν αποτελεί απειλή, αλλά τόπο συνάντησης, τόπο διάνοιξης του κλειστού εαυτού στην πρόκληση και πρόσκληση του πληθυντικού αριθμού. Σε εκείνη την πραγματικότητα, που επιτρέπει τη διάλυση της επιμελώς διαμορφωμένης ιδιώτευσης, αλλά και της μοναξιάς των τσαλακωμένων του κόσμου, με το χτίσιμο του μεγάλου μυστηρίου της κοινωνίας και της αξιοπρέπειας.
Βέβαια, μια τέτοια προσπάθεια δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρεί δεδομένη τη φωνή της πανεπιστημιακής θεολογίας, η οποία κρατά για τον εαυτό της το αναφαίρετο δικαίωμα της κριτικής διάθεσης με την οποία αντιμετωπίζει τα δεδομένα του διαλόγου. Η πρόσκληση που το Τμήμα Θεολογίας απηύθυνε προς τη θεσμική Εκκλησία, δηλαδή την Ιεραρχία, αλλά και τη θεσμική, δηλαδή την κοινοβουλευτική, αριστερά στο σύνολό της (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ), δεν έχει ουδεμία σχέση με λήψεις του ζητούμενου. Πολύ περισσότερο δεν προδικάζει προαποφασισμένες συγκλίσεις ή αποκλίσεις και ούτε βεβαίως  ταυτίσεις ή ολοκληρωτικές ρήξεις. Σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν προσυμφωνημένα υπονοούμενα. Μοναδικό  προσύμφωνο η διάθεση ουσιαστικής γνωριμίας της Ορθοδοξίας με την Αριστερά και η ψηλάφηση συγκεκριμένων πρακτικών θεμάτων, όπως για παράδειγμα η Βασιλεία του Θεού και η λαϊκή εξουσία, τα θρησκευτικά σύμβολα και η θρησκευτικότητα στο δημόσιο χώρο, η εκκλησιαστική περιουσία και η μισθοδοσία του κλήρου, τα κοινωνικά προβλήματα και το μεταναστευτικό ζήτημα, που απασχολούν και πολλές φορές κομματιάζουν την ενότητα του τρόπου μας. Δοκιμή, με άλλα λόγια, αντοχής των υλικών, που συνιστούν το νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Και είναι σαφές πως η Ορθοδοξία «δεν είναι απλώς κάποιες χρηστομάθειες ή μια απλή θρησκευτική πίστη, ιδιωτικής υπόθεσης, σεβαστής βέβαια συνταγματικώς ως ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης» (Ν. Ματσούκας), αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του πολιτισμού, συνεπώς της κοινωνικής πράξης,  χωρίς βέβαια να εξαντλείται σε αυτόν, καθώς ο χαρακτήρας της ήταν και παραμένει σε πείσμα πολλών οικουμενικός.
Δίχως άλλο, λοιπόν, η συζήτηση σε δημόσιο χώρο, πραγματικοτήτων με δημόσιο χαρακτήρα, καθώς εντός αυτού αναπτύσσονται, με αυτόν διαλέγονται, από αυτόν επηρεάζονται και αυτόν συνδιαμορφώνουν, δεν αποτελεί αυτή τη στιγμή μια πολυτέλεια, πολύ περισσότερο δεν αποτελεί μια ύποπτη υπερβολή, μια απερισκεψία, αλλά μια αναγκαιότητα η οποία κυρίως και πάνω από όλα συνδέεται με την ιστορική στιγμή. Τόσο η Εκκλησία, όσο και η αριστερά, αποτελούν σήμερα σημεία αναφοράς μεγάλων τμημάτων του ελληνικού λαού, στα οποία αυτός ο λαός προσβλέπει και από τα οποία απαιτεί τολμηρή και ξεκάθαρη κατάθεση θέσεων. Πολλοί, βέβαια, θα πουν –και άλλοι τόσοι από την ημέρα που έγινε γνωστή η διοργάνωση αυτού του Συνεδρίου το έχουν ήδη πει-, πως ο επιδιωκόμενος διάλογος  είναι μάταιος, είναι και επικίνδυνος, είναι τέλος και πονηρός. Θα αμφισβητήσουν με άλλα λόγια έντονα τις προθέσεις, αλλά θα ανησυχήσουν και για τη αλλοίωση της «καθαρότητας» του τρόπου και των ιδεών, τόσο της μιας όσο και της άλλης πλευράς. Οπωσδήποτε, όμως, μια τέτοια προσπάθεια, απαιτεί να δοθεί τέλος στην κατασκευή εχθρών. Απαιτεί κατάφαση στην αλλαγή, ενός κόσμου που αλλάζει και μας αλλάζει, τη στιγμή που όσο εμείς αλλάζουμε τον αλλάζουμε. Μαζί και μια πίστη, πως «η ιστορία», καθώς σημειώνει ένας από τους πρωτεργάτες του διαλόγου του ’80, ο Μητροπολίτης Αθανάσιος Γιέβτιτς, «είναι το πιο μεγάλο πεδίο της αποδείξεως της ελευθερίας του Θεού», αλλά και των ανθρώπων.  Γεγονός, που επιβάλλει το πέρασμα  από την ανεύθυνη παρακολούθηση-ενοχοποίηση της ζωής των άλλων, στην έμπονη ζωή με τον άλλο, ζωή για τον άλλο, ζωή στον άλλο. Μια αναχώρηση από την εργαλειακή-συστημική κατανόηση του ανθρώπου και μια αυτοπαράδοση στο θαύμα του κοινού, όχι κατ’ανάγκη ταυτόσημου, βηματισμού. Μια έγερση, από τους «τάφους της κοινωνικής αδικίας» (Μητροπολίτης Νιγηρίας Αλέξανδρος), έτσι ώστε, επισημάνσεις με καθολική και μονοσήμαντη ως τα τώρα παραδοχή, όπως για παράδειγμα αυτή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη που ακολουθεί, να ξαναδιαβαστούν, να ξαναδοκιμαστούν και να ξαναερμηνευθούν κάτω από το φως του νέου επείγοντος,  προκειμένου να δούμε εάν το χέρι που κάνει τον Σταυρό μπορεί να είναι το ίδιο με το χέρι του εργαζόμενου, το χέρι της διεκδίκησης. Ή αλλιώς, εάν τα δύο χέρια με τα διαφορετικά τους σύμβολα, μπορούν να αποτελέσουν λειτουργικά μέλη ενός ζωντανού, δυναμικού και εξάπαντος  πολύτροπου σώματος. Γράφει σχετικά ο παις ζωγράφος: «Το χέρι που κάνει το σημείο του Σταυρού και επαφίεται στον Κύριο για τον άρτο τον επιούσιο, σαν λουλούδι, όργανο αναπαραγωγής δια των πέντε  αισθήσεων, διαφέρει ουσιωδώς από το χέρι του εργαζομένου, που καταντά να πιστεύει ότι αυτός έκανε και κάνει τον κόσμο, κι ότι έξω απ’ όσα κάνει ο ίδιος, εξασφαλίζοντας την προκοπή και ευτυχία του, δεν υπάρχει τίποτα αληθινό».
Οπωσδήποτε, και αυτό πρέπει να τονιστεί με έμφαση- σκοπός του Συνεδρίου δεν είναι να πείσει η Εκκλησία την αριστερά για τη θεότητα του Χριστού. Ούτε, βέβαια, η αριστερά την Εκκλησία για το αντίθετο. Μπορεί, όμως, αυτή η συνάντηση, να αξιοποιήσει τις συνέπειες ενός πολιτισμού της σάρκωσης, ο οποίος συγκροτείται στη βάση της κένωσης του  εαυτού και στην πρόσληψη του εντελώς διαφορετικού. Στο άδειασμα, δηλαδή, των ιστορικών ατομικών ή συλλογικών βεβαιοτήτων, προκειμένου να μείνει χώρος για τη συνάντηση με το ελάχιστο.  Και είναι σαφές, πως τούτο το Συνέδριο δεν εμφορείται από ιδέες μεγάλες, ούτε από μεσσιανισμούς. Δεν αναζητά το ανέφικτο, αλλά το εφικτό. Δεν θέλει να σώσει τον κόσμο, πολύ περισσότερο δεν θέλει, καταπώς γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης, να τον σώσει  σήμερα ή την ερχόμενη Πέμπτη. Θέλει να δώσει μια ευκαιρία στην έκπληξη. Σαν εκείνη που ένιωσαν εκπρόσωποι της αριστεράς, όταν σε ερώτησή τους για τη διάθεση της θεολογίας να υποστηρίξει την ανέγερση τζαμιού στον τόπο μας, τους ανακοινώθηκε ότι στη Θεολογική Σχολή εδώ και τριάντα περίπου χρόνια λειτουργεί χώρος προσευχής των μουσουλμάνων της πόλης της Θεσσαλονίκης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής.  Έτσι, ίσως να έχουμε μια δυνατότητα να δούμε αυτό που  «χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα» των ανομιών της ιστορίας, «να ξετυλιχθεί και να καρπίση» (Ν. Καζαντζάκης). Ειδάλλως, θα δικαιώνουμε στους αιώνες τον ποιητή, ο οποίος πένθιμα τραγουδά, πως: «Όποιος χωρίς δαιμόνους δαιμονίζεται/ πάει μια δεξιά, μια αριστερά,/ ποτέ δεν πάει μπροστά./ Όποιος χωρίς ανέμους ανεμίζεται/ πάει μια ψηλά, μια χαμηλά,/ ποτέ δεν πάει σωστά» (Ν. Γκάτσος).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου